κάπνιζες τα πρώτα σύννεφα του Αυγούστου.
Κορμί λιγνό σε άσπρο κυματιστό πουκάμισο
ήσουν σπουργίτι, ηλιοκαμένο και γερασμένο,
με άφιλτρο τρεμάμενο στα δάχτυλα.
Μετά το πρώτο μπουμπουνητό
μοσχοβόλησε ο βασιλικός
στα Κοψαλέϊκα.
Ζουρνάδες και μπουρίνια
Έλαψαν σαν ρουμπίνια
όταν γλίστρησε ηλιαχτίδα στην αυλή.
Δεν έβλεπα τα δάκρυά σου
πίσω απ’ τα παχιά γυαλιά σου.
Ο γιος σου σε χαιρετούσε περήφανα
με το δερμάτινο τιμόνι του μετανάστη.
Επιστρέφαμε στο σπίτι μας στα ξένα.
Ευχή ακατάληπτη μουρμούρισες
Στην τελευταία τζούρα.
Κι ακόμα θυμάμαι
τη φωνή της Χαρούλας στην κασέτα
να σε παρακαλάει εκεί στο καλντερίμι
της σκονισμέμης κιβωτούς μας,
«Έλα… μην κλαις.»
Ο ύστατος χαιρετισμός μας, παππού.
Ν.Α.
φώτο, Νίκος και Μαρία Αλιάγα στην Σταμνά τέλη του 70.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου