Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Οκτώβρης_Καλό μήνα όμορφες ψυχές φίλοι της παράγκας μας .

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ένα καράβι, ένας λυγμός. Ένα φιλί στερνό... Οκτώβρης. Βρέχει. Καταχνιά. Νωρίς που έχει βραδιάσει... Ω! πόσο λίγο κράτησε το φως τ΄αποσπερνό... 

 

3 σχόλια:

  1. ... την Κυριακή τ απόγευμα,
    ξεπροβοδίσαμε τα παιδιά για την Αθήνα... (τα μεγάλα)

    όμως μέσα μας, είναι πάντα εδώ...

    έτσι, γυρίζοντας πίσω
    στο λιτό σπιτικό μας,
    ανάμεσα στα λιόδεντρα

    η μισή πλέον μονάχα παρέα

    δεν είχε τροπο να χωρέσει η θλίψη και η νοσταλγία...

    μόνο η φθινοπωρινή γαλήνη...

    τώρα... που έγιναν όλα...
    λιγάκι πιό ήσυχα... !

    ...

    ευλογία Κυρίου... και ο ερχομός
    μα και το πέταγμα πίσω, στην μικρή ξενητεία τους,
    (μιά ξενητεία έτσι κι αλλιώς η Ζωή μας... )
    αρκεί να τα σκεπάζει η ευχή τών γονιών,
    η μικρή η ασήμαντη, που όμως...
    καθώς ενωτίζεται
    και ξεσηκώνει τις μεγάλες ευχές,

    τις ουράνιες...

    κι η ελάχιστη χαραμάδα Φωτός που λιγάκι αξίζουμε
    γίνεται σκέπη τους κραταιά

    κι Έλεος Μέγα... !


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αργά ή γρήγορα κάθε συνειδητοποιμένη πνευματικά πεινασμένη ψυχή θα βρει τον δρόμο που οδηγεί στην παράγκα, όπου θα μπορεί να ονειρεύεται τα ουράνια καρβέλια, και λαμβάνοντας τα ανάλογα αντίδωρα θα στεριώνει στην βεβαιότητα της υψηλής αποστολής της.
    Κάθε φύλλο που πέφτει να αντιστοιχεί σε μία επιπλέον μετανοούσα ψυχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευλογημένο και πολύχρωμο Οκτώβρη καί σε εσένα Τρελογιάννη, και την τελευταία ώρα τον βλέπω πολύ θερμόαιμο.
    Ευλογημένο και πολύχρωμο Ωκτώβρη και στην ευλογημένη παρέα σου.
    Ταξιδεύω στις θάλασσες τις φουρτουνιασμένες και ξοδεύομαι στο απέραντο γαλάζιο, αλλά τώρα χάρην της ανάρτησή σου ξεμπάρκαρα για λίγο, έχω αφήσει πίσω μου την πελαγίσια ζωή καί έχω σκαρφαλώσει ψηλότερα σαν το κατσίκι, σε ένα κρύο Ηπειρώτικο βουνό,
    να βρώ μιά γωνιά να φωλιάσω σε έναν πέτρινο καφενέ, παρατημένο στη σιωπή τού χρόνου,
    νά πιώ μιά κούπα ζεστό τσάι με ελάχιστο στη μύτη τού κουταλιού-ντόπιο μέλι, πασπαλισμένο με λίγη κανέλα.
    Να κάτσω εκεί στό ρηχό γωνιακό τραπεζάκι τού ανέμελου Οκτώβρη,
    να ακούω την μουσική τών πουλιών πού βιάζονται να σβουρίζουν τα δέντρα στον αέρα,
    να ακουμπούν τα πόδια μου τα γήινα φύλλα της βελανιδιάς και να παρατηρώ τον γκρίζο ουρανό που φέρνει βροχή, από ώρα σε ώρα.
    Να νιώθω την ανάγκη να σκεπάσω την πλάτη μου με μια ζακέτα που να μυρίζει λεβάντα καί να απολαμβάνω αφωνητή αυτό, το ανήλιο, - γαλήνιο φθινοπωρινό σούρουπο, φλερτάροντας με τά αγριολούλουδα πού στην χαρά τους λικνίζουν τους μίσχους στο πέρασμα τού βοριά, σκορπίζοντας ευωδιές τριγύρω, ζεσταίνοντας με χρώματα το απόκοσμο τοπίο ενός φρέσκου Οκτώβρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή