Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Η Αηγιωργιάτικη Αθήνα του 1902


Το έτος 1902 η Λαμπρή έπεσε στις 14 Απριλίου, έτσι η μνήμη του τροπαιοφόρου Αγίου Γεωργίου εορτάστηκε στις 23 του ίδιου μήνα. Την αμέσως επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) ως συντάκτης σε εφημερίδα της εποχής (Ακρόπολις), υπογράφει (με το ψευδώνυμο Ο ταξειδιώτης) ένα απολαυστικό άρθρο, υπό τον εξής ευθύβολο τίτλο:

«Από την Αηγιωργιάτικην κίνησιν. ΠΟΛΙΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ».

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929)

Ο Σκιαθίτης πεζογράφος σε μια πολυδιάστατη ανταπόκριση (ρεπορτάζ) – που διαρθρώνεται σε έξι «παραγράφους» – αναλύει το αγιωργήτικο γιορτοφόρι σε ποικιλία «φασμάτων» και οπτικών γωνιών. Με το απαράμιλλο προσωπικό ύφος του, με δημοσιογραφική πένα έντονα λογοτεχνική, ο εξάδελφος του Αλ. Παπαδιαμάντη παρουσιάζει το συγκεκριμένο θέμα σε επίπεδο εκκλησιαστικό, λαογραφικό/ηθογραφικό, κοινωνικό, ιστορικό αλλά και γεωγραφικό/χωρικό. Ακόμα και σήμερα ο σύγχρονος αναγνώστης -εν μέσω της στροβιλιζόμενης τεχνοκρατούμενης καθημερινότητας- διαβάζει απνευστί το εν λόγω κείμενο και αισθάνεται ότι καθίσταται άθελά του μέτοχος, κοινωνός και συνοδοιπόρος της  «πατριδογνωσίας» του Άστεως. Υπερίπταται με τα φτερά της φαντασίας στην Πρωτεύουσα… εκεί περί τας αρχάς του εικοστού αιώνος… Απρίλιο του 1902… στην εορτή του λάμποντα εν τω λαμπρώ στερεώματι των μαρτύρων της Εκκλησίας… όπου:

«Πρώτος έδωσε το σύνθημα της ενάρξεως της πανηγύρεως του Αγίου Γεωργίου ο μέγας κώδων του Λυκαβηττού, ξυπνητήρι βαρύκροτον θαρρείς, του γέρω-Λουλουδάκη, του οποίου οι ήχοι μαλακὰ-μαλακά, ως βαθυφώνου μελωδία, εκραδαίνοντο άνω των στεγών της κοιμωμένης πόλεως […] Θα ήτο 4μιση η ώρα. Μόλις είχε χαράξει η ανατολὴ κι έλαμπεν ακόμη ο αυγερινός, μεγάλος και πολυάκτινος…».

Από τις εωθινές κωδωνοκρουσίες του Κρητικού «ακρίτα των αθηναϊκών αιθέρων» μοναχού Εμμανουήλ Λουλουδάκη στον Λυκαβηττό, περνάμε στην πάντοτε θορυβώδη λαχαναγορά όπου επικρατεί παραδόξως ησυχία. Η συμπαθής τάξη των οπωροπωλών – λαχανοπωλών έχει αργία καθότι τιμά την μνήμη του προστάτη Αγίου της. Στο σημείο αυτό ο Μωραϊτίδης σχολιάζει θωπευτικά με χιούμορ αλλά και τρυφερότητα την όλη δράση των μανάβηδων με τις χαρακτηριστικές λαλιές τους που αποτελούσαν ένα από τα βασικά «αλατοπίπερα» της τότε αστικής καθημερινότητας…

«Η αγορὰ ήτο κλειστή, διότι τα ηδύλαλα ξυπνητήριά της, οι μανάβηδες, ένεκα της εορτής των, δεν ειργάζοντο χθές… Τόσον έχω εξοικειωθεί με την καθημερινὴν συντροφίαν των απαραιτήτων αυτών παραρτημάτων του βίου άνευ των οποίων η ζωή μας θα ήτο άνοστος ως κολοκυθάκι Συριανὸν χωρὶς μαϊδανόν, καὶ ανούσιος αγκινάρα Αργείτικη χωρὶς άνιθον, ή άγευστος πάσης χαράς ως κουκὶ πατησιώτικο χωρὶς μάραθον του Μενιδίου».

Μάλιστα, ο δημοσιογράφος μας ενημερώνει ότι ως «κέντρο βάρους» των εορτασμών η πολυπληθεστάτη συντεχνία είχε επιλέξει τον δροσερόν και χλοάζοντα Ρέντη, όπου «εκεί θα εψήθησαν άνω των πεντήκοντα αμνών» αποδίδοντας «άφθονον και ευώδη ψητού κνίσσαν» στην ευρύτερη περιοχή

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ξεκάθαρα εξοχικός χαρακτήρας που είχε αυτό το γιορτοφόρι, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο: «Ημπορεί να είπωμεν ασφαλώς ότι η πόλις είχε χθες εξέλθει εις τας εξοχάς από πρωίας […] ενώ μετά μεσημβρίαν επληρώθησαν όλοι οι πέριξ κήποι και τα κοινά περιβόλια κόσμου θεωρούντος απαραίτητον την εξοχήν την ημέραν ταύτην…»

Ο Μωραϊτίδης δίνει την ερμηνεία ότι τόσο οι επί μέρους εορταστικές εκφάνσεις όσο και η γενική εξωστρεφής διάθεση στην εν λόγω εθιμική πανήγυρη, έχουν τις ρίζες τους στα πέτρινα χρόνια της τουρκοκρατίας, τότε που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά! Για τους ευλαβείς κλεφταρματωλούς αναβλύζουσα πηγή ελπίδας κι αισιοδοξίας ήταν η βαθειά Πίστη, το βίωμα  της αδιάλειπτης παρουσίας και συμπαράστασης του Αγίου Γεωργίου, στις χαρές και στις πίκρες:

«Κατά πρώτον οι αρματωλοί και κατόπιν οι άνδρες του αγώνος συνήντων πάντοτε τον άγιον Γεώργιον εις το βουνόν και εις τον κάμπον. Εις το ανθισμένον κλαρί, εις τα έλατα ή τους ευανθείς λειμώνας, εις τα κρύα νερά και παρά τας ελληνικάς ακτάς […] Εκεί πάντοτε οι άνδρες του αγώνος, και ο Μεγαλομάρτυς καβαλάρης εις το άσπρο άλογο υπερασπιζόμενος τους φτωχούς, ιατρεύων τους ασθενείς, υπερμαχών των Ορθοδόξων. Εντεύθεν απαραίτητος έγινε η εξοχή εις την πανήγυρίν του. Μέσα εις τα άνθη, εις της ανοίξεως την χλόην και εις τα κρύα νερά… Να χορεύουν οι παίδες των Ελλήνων τον ενόπλιον σεμνόν χορόν και να χαιρετίζουν την ελευθέραν γην με την χαρμόσυνον φωνήν του κλέφτικου καρυοφιλιού…».

Παράλληλα, διαβάζοντας το άρθρο βελτιώνεται η χωρική/γεωγραφική μας αντίληψη για το όλο θρησκευτικό/κοινωνικό γεγονός, καθότι παίρνουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με την έκταση που έλαβε η γιορτή του Αγίου τόσο στο «κέντρο της πόλης» όσο και πιο έξω προς τις παρακηφίσιες περιοχές («Σωτηράκη»), Ιερά Οδό (Άγιος Σάββας) και Πυριτιδοποιείο (νυν Μπαρουτάδικο/Αιγάλεω). Αναφορά γίνεται, πέραν του Αγιώργη του Λυκαβηττού, στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση («τον πλούσιον ναόν της αριστοκρατίας») αλλά και στον Αγιώργη του Βράχου στην Ακρόπολη («εις τα Αναφιώτικα»). Εν συνεχεία, εξερχόμενοι «εις την δροσεράν Κυψέλην συναντώμεν ευσεβές εκκλησίασμα ακροώμενον την θείαν λειτουργίαν εις τον ολοκαίνουργον ναΐσκον, όπου ο παπά-Σωφρόνιος ο Αγιορείτης κατένυξε μέχρι δακρύων δια της σεμνοτάτης απαγγελίας των λειτουργικών ευχών, τας οποίας είναι αδύνατον να μη ακροώνται και τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, κύκλω της Αγίας Τραπέζης παριστάμενα».

Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου στον Λυκαβηττό, το έτος 1928 (ΠΗΓΗ: archive.ert. gr)

Τέλος, σχολιάζοντας ο Μωραϊτίδης περί του πηγαίου κι αυθόρμητου θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων της αθηναϊκής υπαίθρου (πχ Ελαιώνας, Πατήσια), αναφέρει: «… έχομεν και άλλους τόσους εξοχικούς ναΐσκους με απειροπληθίαν προσκυνητών, των λαϊκών ιδίως τάξεων, οίτινες ευρίσκουσι μεγάλην ανακούφισιν εις τα εξοχικάς πανηγύρεις».

Φέτος η Ανάσταση ήρθε «αργά» στις 5 Μαΐου, ανήμερα της Αγίας Ειρήνης.

Όλη η Ελλάδα άκουσε το «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής» μόλις μερικές… ώρες μετά το πρώτο «Χριστός Ανέστη». Έτσι, αφού μεταδόθηκε η νίκη του Αναστάσιμου Φωτός απέναντι στο σκοτάδι, ο θρίαμβος της ζωής έναντι του θανάτου:

«… θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρησάμενος»,

εψάλησαν και οι παρακλητικοί στίχοι του υμνωδού: «…Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, σωθήναι τας ψυχὰς ημών».

Χριστός Ανέστη!

Ο Άγιος Γεώργιος Καρύτση (Καρύκη).

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου