Τὴν τετραυματισμένην μου ψυχήν, καὶ τεταπεινωμένην, ἐπίσκεψαι Κύριε, ἰατρὲ τῶν νοσούντων, καὶ τῶν ἀπηλπισμένων λιμὴν ἀχείμαστε· σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐλθὼν Λυτρωτής τοῦ Κόσμου, ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τὸν παραπεσόντα, κᾀμὲ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος( Ἰδιόμελον Αποστίχων).
Τo κατά Θεόν πένθος εἶναι ἡ σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητῆ μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾶ καὶ τρέχει πίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα.
Ἂς τὸ χαρακτηρίσωμε καὶ ἔτσι: Πένθος εἶναι ἕνα χρυσὸ καρφὶ τῆς ψυχῆς. Τὸ καρφὶ αὐτὸ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε γήϊνη προσήλωσι καὶ σχέσι, καὶ καρφώθηκε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη λύπη (στὴν πόρτα) τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ τὴν φρουρῆ.
Κατάνυξις εἶναι ἕνας συνεχὴς βασανισμὸς τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν νοερὰ ἐξομολόγησι κατορθώνει νὰ δροσίζη τὴν φλογισμένη καρδιά.
Ἐξομολόγησις σημαίνει τὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἴδια τὴν φύσι μας. Κάποιος ἐξ αἰτίας της «ἐλησμονοῦσε ἀκόμη νὰ φάγη τὸν ἄρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).
Νὰ γίνης σὰν βασιλεὺς στὴν καρδιά σου, καθισμένος στὸν ὑψηλὸ θρόνο τῆς ταπεινοφροσύνης. Νὰ διατάζης τὸ γέλιο νὰ ἀπομακρυνθῆ, καὶ ἀμέσως νὰ ἀπομακρύνεται· τὸ κλάμα νὰ ἔλθη, καὶ ἀμέσως νὰ ἔρχεται· καὶ στὸν δοῦλο μας, τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τύραννος, νὰ ἐπιτελέση κάποιο ἔργο καὶ ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιτελῆ (πρβλ. Ματθ. η´ 9).
Ὅποιος ἐφόρεσε τὸ μακάριο καὶ χαριτωμένο πένθος σὰν νυμφικὴ διπλοΐδα, αὐτὸς ἐγνώρισε τὸν «πνευματικὸ γέλωτα» τῆς ψυχῆς.
Λόγος ζ, Περί Χαροποιού Πένθους
ΚΛΙΜΑΞ
... μὲ πόσην -ἀλίμονο-
ΑπάντησηΔιαγραφήἐ π ι π ο λ α ι ό τ η τ α
πλησιάσαμε κάποτε, αὐτά τὰ ἅγια γράμματα
ὡστε να παραμείνουμε διψασμένοι
(ἀκουμπισμένοι... χαλαρά, στὴν πηγή)
και σὰν κάπως ... ἐθισμένοι,
σ´αὐτήν τὴν ἔρ´μη δῖψα
συμβιβασμένοι...
καὶ σχεδόν βολεμένοι,
στὴν ξερα'ί'λα της
(ποὺ μᾶς ἔγινε σὰν μιά κανονικότητα...)