+Του Ράλλη Κοψίδη*
Mε δισταγμό συχνά του έλεγα πως τα καλύτερά του έργα τα έκανε νέος, μολονότι ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι εύκολο να το πεις. Μα λίγο-λίγο, με τα χρόνια, είχε πάψει να κάνει αυτό που ονομάζεται «κοσμική ζωγραφική». Η ορθοδοξία τον υποχρέωνε στην άρνησή της: «Η αγιογραφία τι είναι», έλεγε, «δεν είναι ζωγραφική;» … Τούτος ο ζήλος λοιπόν δεν δεχόταν τη λεγόμενη «κοσμική ζωγραφική» και γίνηκε αιτία να σβήσει ο Κόντογλου πολλά πράματα από τη ζωή του. Σαν εικόνα είχε γίνει γι’ αυτόν ο έξω κόσμος, ο ουρανός δεν είχε γαλάζιο χρώμα, είχε χρυσαφί στιλβωτό.
***
Από τη ζωγραφική δεν μπορούσε να δει παρά μονάχα τη βυζαντινή. Η άλλη, η «κοσμική» όπως την έλεγε, τον άφηνε αδιάφορο… Μολονότι τα πρώτα του έργα, που είναι και τα καλύτερα, δεν είναι καθόλου εκκλησιαστικά… Η θρησκευτικότητα και η αδιαλλαξία του τον οδήγησαν συχνά και στην άρνηση της τέχνης. Ο κόσμος έλεγε πως είναι φανατικός και εκείνος καυχιόταν για το φανατισμό του.
***
Δύο αγάπες είχε στη ζωή του, τη θάλασσα και την τέχνη, και νίκησε η τέχνη. Μα τη θάλασσα και τα ταξίδια δεν τα λησμόνησε ποτέ και τώρα ταξίδευε με τα βιβλία κι όλο για τόπους μακρινούς μιλούσε στα κυριακάτικα άρθρα του στην Ελευθερία. Για βάρκες και καράβια, για γέρους ναυτικούς και κουρσάρικες ιστορίες. Από τα βιβλία των περιηγητών πήρε ιδέες για να φτιάξει τις τοιχογραφίες του σπιτιού, τις πέντε φυλές ή τον βασιλιά Κονέκ-Κονέκ γερμένο κάτω από ένα δέντρο «να συλλογιέται τι είναι ο άνθρωπος». Μα κείνες οι τοιχογραφίες δεν είχαν τύχη, γιατί στην Κατοχή αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του για να ζήσει, και ο «βλάχος» που το αγόρασε έβαλε να τη σβήσουν. Γιατί δεν μπορούσε να τις βλέπει. Ήταν εκεί ζωγραφισμένοι μεγάλοι ζωγράφοι, λήσταρχοι και άγιοι όλοι μαζί, και πάνω από μία πόρτα είχε φτιάξει τον εαυτό του, την κυρά Μαρία και την κόρη του τη Δέσπω. Μία επιγραφή από κάτω έλεγε πως σ’ αυτό το έργο τον βοήθησε και ο Τσαρούχης, νεαρός τότε μαθητής του. Άλλα αξιόλογα έργα του ήταν η διακόσμηση της μεγάλης αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και ένα χαμάμ στην Ομόνοια που το έφτιαξε όλο κεραμικό… Ζωγράφισε εκεί μέσα γυμνές τις κόρες του Λυκομήδη, την Ωραία Ελένη και την Αφροδίτη, ανάμεσα σε ζωγραφισμένα παραθύρια, από όπου φαίνονταν τοπία νοσταλγικά με θάλασσες και καράβια να ανεμίζουν.
***
Από καιρού εις καιρόν ερχότανε και ο Τζούλιο Καΐμης, ο γνωστός Εβραίος λογοτέχνης. Θεόκουφος, μοναχόλυκος, έρημος, έξω από τον κόσμο που ξέρουμε. Μία μέρα χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα λαχανιασμένος και κατασκονισμένος. «Έρχομαι είπε από τη Χαλκίδα». «Πώς ήρθες;» ρωτάει ο Κόντογλου. «Με τα πόδια», λέει ο Καΐμης, «πήγα για περίπατο…» «Είναι σοφός», έλεγε ο Κόντογλου, «και έχει γράψει μία ιστορία της τέχνης μοναδική, αλλά δεν βρίσκεται ο εκδότης…» Ο Καΐμης θαρρώ πως είναι αναπόσπαστο μέρος από τη ζωή του Κόντογλου.
*Αποσπάσματα από το άρθρο «Ένας αντρειωμένος της τέχνης», στο Οι Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. Β΄, Αθήνα 1975
Άρδην τ. 128
5 σχόλια:
... θἄλεγα πὼς ἁπλά ὁ Κόντογλου ἔβαλε στὴν πάντα
τὴν "αισθητική"
ποὺ οἱ πετυχημένες καὶ γενναῖες νεανικές του ἀναζητήσεις
στὶς διαδρομές της,
τὸν ἔκαναν νὰ ϕανερώνεται ὡς... "ἔντεχνος"
(καὶ ἅρα ἀποδεκτός, στὰ συνάϕια τῶν κουλτουριάρηδων...)
καὶ στόχευσε ὁλόψυχα
στὸ κέντρο καὶ τὴν οὐσία τῆς ἁγιογραϕίας,
ἀδιαϕορῶντας γιὰ τὶς γνῶμες τοῦ "καλλιτεχνικοῦ κόσμου"*
καὶ κατάϕερε νὰ γίνει τελικά,
ὁ μοναδικός ἁγιογράϕος ποὺ
τὸ ἔργο του
ἀρνεῖται... "νὰ ἐκϕράσει τὴνἐποχή του"...
μία ἐποχή ἀντιησυχαστική
κι ἐκκοσμικευμένη
ποὺ λατρεύει καὶ προσκυνᾶ
τὴν "τ έ χ ν η τῶν εἰκόνων"
κι ὅχι τὴν ἁγιότητα
ποὺ στεϕανώνεται, στὶς μορϕές τῶν
Ἁγίων τοῦ Θεοῦ...
________________
*ἐννοεῖται πῶς γιὰ τὸν κύρ Φώτη ἦταν ἀδιανόητο,
νά βιώσει καὶ νὰ ἐκϕράσει ἁπλᾶ τὴν περιρρέουσα παρακμή τοῦ δυτικοῦ κόσμου, ποὺ ἀποτελεῖ
τὸ... λά'ι'τμοτίϕ
κάθε λεγόμενης "καλλιτεχνικῆς δημιουργίας"
ποὺ ἔχει καταλήξει νὰ συμμετέχει τελικά
καὶ νὰ π ρ ω τ α γ ω ν ι σ τ ε ῖ
στὴν περιρρέουσα παρακμή
καὶ γενική σ ύ ψ η...
καμαρώνοντας περήϕανα γι αὐτό...
(μιά ασυγκράτητη... γενικευμένη... καλλιτεχνίζουσα πρα'ι'ντμανία... )
Καλλιτεχνιζουσα πρα'ι'ντμανια. Ακριβής έκφραση και τόσο θλιβερή ταυτόχρονα.
Άν καί ό αδελφός μας ό "εμπεσών είς λάκκον τίς", ανέλυσε καίρια καί επιτυχημένα τά περί τού μεγάλου διδασκάλου, τού αειμνήστου κυρ-Φώτη Κόντογλου Κυδωνιέως, άς μού επιτραπεί νά προσθέσω τόν "οβολόν τής χήρας".
Ότι ό αείμνηστος έγραφε ή ζωγράφιζε, τό αποτύπωνε μέ τήν ψυχή του καί όχι μέ εγκεφαλικές λειτουργίες καί διεργασίες τών αισθήσεων, γιαυτό καί παρέμεινε "ξένος" καί ακατανόητος, όχι μόνον γιά τήν εποχή του αλλά καί γιά τήν δική μας εποχή, τήν άψυχη καί απαίδευτη πνευματικά.
... νομίζω πὼς... πέτυχες διάνα
μὲ τὴ μία...
(ὑποκλίνομαι σεμνά... )
Η Αγιογραφία είναι πολύ ξεχωριστή της κοσμικής ζωγραφικής, τελείως ξεχωριστή καρδιά,
Η απόδοση των Αγίων είναι μέρος με την ζωή των Αγίων. Αν δεν είσαι Άγιος δεν μπορείς να αποδώσεις, δεν σου δίνονται, δεν σου αφήνονται να τους αγγίξεις να τούς αποδώσεις την Αγία εικόνα τους.
Είναι κάτι σαν την κατάσταση στο Αγιον Όρος, κάθε επισκέπτης, είναι εξ άνωθεν της Οικοδέσποινας καλεσμένος, αλλιώς δεν μπορεί να εισέλθει.
Η βυζαντινή Αγιογραφία είναι από μόνη της ολακαιρη ποίηση, ξεχωριστή κατάσταση που τρέμει στα χέρια του Αγιογραφου, όπως το καντήλι στους βοριάδες της ζωής, μετρώντας την άπειρη αναξιότητα του γήινου χοϊκού εργάτη, ως προς την απόδοση του αιώνιου απέραντου ουρανού.
Καταπληκτικο το κείμενο για τον Κυρ Φώτη, τον ταπεινό γίγαντα που ίδρυσε την δική του σχολή, και δεν βρέθηκε άλλος συνεχιστής του.
Δημοσίευση σχολίου