Ο άγιος
Μάρτυρας Λεωνίδης και η συνοδία του.
Το εγκώμιο έγραψε ο Επίσκοπος Αθηνών Μιχαήλ Γ’ Χωνιάτης (1182-1222).
Λεωνίδης ο Άγιος Μάρτυς μετά των συναθλησασών μετ’ αυτού Αγίων Γυναικών Χαρίσσης*, Νίκης, Γαληνής, Καλλίδος, Νουνεχίας, Βασιλίσσης και Θεοδώρας, έζων επί της βασιλείας του Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ’-σνα’ (249-251), κατήγοντο δε εκ της Πελοποννήσου.
* Εν άλλοις γράφεται Χαριέσσης.
Κατά την αρχαίαν εποχήν υπήρχεν εις τας Αθήνας νόμος τις, ο οποίος καθώριζεν ότι οι γενναίως πίπτοντες εις τους πολέμους έπρεπε να κηδεύωνται δημοσία δαπάνη και εκτός των άλλων τιμών, αι οποίαι θα απεδίδοντο εις αυτούς, θα έπρεπεν οι θαπτόμενοι να εγκωμιάζωνται και με επιταφίους λόγους1. Τούτο δε εκρίθη επιβεβλημένον αφ’ ενός μεν διότι οι επιτάφιοι λόγοι θα απετέλουν δημοσίαν αναγνώρισιν της αρετής των απερχομένων, αφ’ ετέρου δε θα απετέλουν παρόρμησιν διά τους επιζώντας προς επιτέλεσιν γενναίων πράξεων.
Ημείς λοιπόν τόσην αδιαφορίαν θα δείξωμεν διά τον έπαινον της αρετής και διά την πρόθυμον άμιλλαν περί του καλού, ώστε να περιφρονήσωμεν, όσον εξαρτάται από ημάς, τους καλλινίκους Μάρτυρας, οι οποίοι είναι εδώ ενταφιασμένοι και να μη αποδώσωμεν εις αυτούς τας οφειλομένας θρησκευτικάς τιμάς, των οποίων είναι άξιοι;
Και ποίαν τιμωρίαν δεν θα πρέπει να υποστώμεν, όταν τόσον πολύ υστερούμεν απέναντι των ειδωλολατρών εις την άμιλλαν προς έπαινον της αρετής, όταν εκείνοι μεν σχεδόν εθεοποιούσαν ριψοκίνδυνά τινα ανθρωπάρια και τα ετίμων με ανδριάντας και με την κατασκευήν πολυτελών ηρώων και με επετείους εορτάς και πανηγύρεις, διά να αποδώσουν εις αυτούς τας τιμάς, των οποίων ήσαν άξιοι, επειδή μαχόμενοι υπέρ της πατρίδος εθυσίασαν την ζωήν των· ημείς δε δεικνύομεν τόσην αδιαφορίαν, όταν ευρίσκωνται ενταύθα ενταφιασμένοι τόσον σπουδαίοι και τόσον πολλοί Μάρτυρες, οι οποίοι δεν διεξήγαγον τους αγώνας των προς αίμα και σάρκα, ούτε επολέμησαν διά κάποιαν πατρίδα, από αυτάς που ευρίσκονται εδώ κάτω εις την γην και των οποίων το έδαφος πατούμεν, αλλ’ αντιπαρετάχθησαν έχοντες εχθρούς τας ασωμάτους αρχάς του σκότους, ενώ αυτοί εφόρουν θνητήν σάρκα, έπεσαν δε μαχόμενοι υπέρ εκείνης της πατρίδος και υπέρ εκείνης της πόλεως, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός;
Και αι μεν ψυχαί αυτών ευρίσκονται ήδη εις τας χείρας του Θεού· διότι ο θάνατος, όπως λέγει ο σοφός Σολομών, δεν τους ήγγισεν2· εις αυτόν όμως εδώ τον τόπον έχει αποθησαυρισθή η πολυτίμητος κόνις των λειψάνων των, όχι ως κόνις χώματος και διά τούτο διαλυομένη διότι και αυτή υπήρξε κοινωνός της δόξης των Μαρτύρων τούτων, όπως υπήρξε μέτοχος και των αγώνων των μακαρίων και μαρτυρικών ψυχών των, αφού απέβαλε την θνητότητά της με τα στίγματα των υπέρ Χριστού μαρτυρίων, εγεύθη την μέλλουσαν αθανασίαν και συμμετέσχε της καλυτέρας τελειώσεως· αλλ’ είναι αποθησαυρισμένη εδώ διά να αποτελή τούτο μεν διαρκή υπόμνησιν των μαρτυρικών των αγώνων, τούτο δε αγιασμόν ψυχής τε και σώματος, και διά να συνοφρυούται εκείνος ο οποίος εκαυχήθη ότι θα στήση τον θρόνον του υπεράνω των νεφελών του ουρανού3, ή μάλλον διά να φεύγη ούτος μακράν εκτοπιζόμενος από την οικουμένην, μη υποφέρων να βλέπη την κόνιν των σωμάτων, υπό των οποίων κατενικήθη και συνετρίβη και εξετινάχθη από το πρόσωπον της γης, όπως παρασύρεται υπό του ανέμου ο ελαφρότατος χνους.
Δεν ευρίσκονται όμως πλησίον μας τα Ιερά Λείψανα των Μαρτύρων, χωρισμένα από τας μακαρίας ψυχάς των, μόνον διά τον λόγον τούτον· αλλά και διότι οι Άγιοι Μάρτυρες θέλουν από κοινού με ημάς να απολαύσουν την τελείαν αφθαρσίαν και την κατά χάριν θέωσιν και διά να μένουν ενταύθα, προς αυτόν τον σκοπόν μετέβησαν προς την καλυτέραν ζωήν.
Ω! πόσον μεγάλη είναι η αγάπη εκείνων προς ημάς και πόσον μεγάλη είναι η ιδική μας αδιαφορία!
Εάν εκείνοι μεν, επειδή μας αγαπούν, ανέχονται να παραμένουν εις την γην με τα ιδικά των σώματα και δεν μικροψυχούν διά την βραδύνουσαν ανάστασιν, διά να μη τελειωθώσι χωρίς ημάς4, ημείς δε βαρυνόμεθα να διανύσωμεν την μικράν ταύτην από της πόλεως απόστασιν διά να προστρέξωμεν εδώ, εις τον ιερόν τούτον Ναόν5, και να αντλήσωμεν εξ αυτού τον ψυχικόν φωτισμόν.
Αλλ’ εάν μέχρι σήμερον εδείχθημεν αμελείς απέναντι των Μαρτύρων ―διότι διστάζω να είπω ότι υπήρξαμεν άστοργοι― από τούδε και εις το εξής ας προσερχώμεθα προς αυτούς και ας φωτιζώμεθα. Εκείνος ο οποίος αγαπά τους Μάρτυρας, γίνεται κοινωνός της δόξης των Μαρτύρων, γίνεται δηλαδή οικείος προς τον Θεόν των Μαρτύρων· διότι εκείνος ο οποίος αγαπά τους Μάρτυρας, αγαπά και τον Χριστόν, εκείνος δε ο οποίος αγαπά τον Χριστόν, είναι δυνατόν και την ζωήν του να θυσιάση δι’ Αυτόν, και κατ’ αυτόν τον τρόπον από την αγάπην που έχει προς τους Αθλητάς της Πίστεως, ανέρχεται προς την μεγαλυτέραν και θείαν αγάπην προς τον Χριστόν.
Ποίος δηλαδή είναι τόσον νωθρός και τόσον βαρύς την καρδίαν, ο οποίος, εάν εγγίση ένα οστούν Μάρτυρος η την αγίαν κόνιν του Λειψάνου του, δεν θα αισθανθή αμέσως μίαν θεϊκήν λάμψιν εις την ψυχήν του και δεν θα υψωθή προς την θείαν αγάπην;
Η θήκη των Μαρτύρων είναι θησαυρός εγγυώμενος την ανάστασιν, είναι θησαυροφυλάκιον αθανασίας, είναι διαρκής υπενθύμισις της αφθαρσίας, η οποία μας περιμένει, είναι στήλη, η οποία μας φέρει διαρκώς εις τον νουν την καρτερίαν, την οποίαν έδειξαν εις τα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν, είναι το τρόπαιον της αγάπης των προς τον Θεόν.
Εάν δε ο τάφος περιέχη τα Λείψανα περισσοτέρων του ενός Μαρτύρων και καυχάται, διότι περικλείει την τέφραν Μαρτύρων, ανδρών και γυναικών, αυτό αποτελεί πολλών ειδών πνευματικόν θησαυρόν, όπως είναι και ο πλούτος αυτός, ο οποίος ευρίσκεται ενώπιόν μας.
Αλλά ποίοι είναι αυτοί οι οποίοι ευρίσκονται μέσα εις αυτόν τον τάφον; Διότι μου φαίνεται, ότι δεν γνωρίζετε, αν και όχι όλοι, τον θησαυρόν τον οποίον έχετε αποταμιευμένον. Είναι ο Λεωνίδης ο μέγας και ο χορός των γενναίων γυναικών, αι οποίαι ήσαν μαζί με τον Λεωνίδην. Διότι και γυναίκες εδείκνυον ανδρικήν γενναιότητα εις τους υπέρ της ευσεβείας αγώνας, από τότε βεβαίως που ο Χριστός εγεννήθη εκ της Παρθένου.
Διά ποίαν δε αιτίαν και κατά ποίον τρόπον εβάδισαν τον
δρόμον του Μαρτυρίου;
Ούτοι οι μακάριοι υπήρξαν μεν γεννήματα και θρέμματα της Ελλάδος, αφού δε
εγνώρισαν τον ένα και μόνον και αληθινόν Θεόν, απήλλαξαν από την πολυαρχίαν των
πολλών θεών την πατρίδα, η οποία τους εγέννησε, όχι διότι κατέλυσαν ταύτην ή
εκείνην την τυραννίδα, αλλά ανατρέψαντες την πολυθεΐαν.
Όταν δηλαδή συληφθέντες υπό των ασεβών όχι μόνον δεν κατεπείσθησαν υπ’ αυτών να αρνηθώσι τον αληθινόν Θεόν, αλλ’ αυτοί μάλλον έγιναν κύριοι εκείνων και μαζί με τους θεούς και τα είδωλά των τους υπέταξαν εις την αληθή Πίστιν, όχι διότι έλαβον όπλα διά να επιτύχουν, όσα κατώρθωσαν, ή διότι ενίκησαν εις κάποιαν μάχην, αλλά διά των μαρτυρίων τα οποία γενναίως έπασχον και διότι υπέμειναν βασανιζόμενοι διά την ευσέβειαν.
Διότι ο μεν καρτερικώτατος Λεωνίδης εκρεμάσθη και υψούμενος κατά τον χρόνον των Αγίων Παθών του Δεσπότου Χριστού, υψώθη μέχρι του ουρανού και με τας σκληροτάτας ξέσεις, τας οποίας υπέστη, ηνώθη με τον Χριστόν και συνεδέθη στενώτερον με τον Δημιουργόν των απάντων, παρ’ όσον ετεμαχίσθησαν αι σάρκες του καθ’ ον χρόνον εξέετο τας πλευράς. «Ξέετε αυτόν τον πεισματάρην», είπεν ο δικαστής, «και ξεσχίζετε τουλάχιστον τας σάρκας του, αφού δεν ημπορούμεν να μεταβάλωμεν την γνώμην του και μη λυπηθήτε ούτε τα οστά του. Ας σκορπισθούν αι σάρκες του από τους δεσμούς, ας διαλυθούν τα οστά του και ας γυμνωθή από τον φυσικόν χιτώνα του σώματος η αλύγιστος αυτή ψυχή».
Αυτά διέτασσεν ο δικαστής και η διαταγή του εξετελείτο αμέσως και ο Αθλητής της Πίστεως, ενώ έπασχε τα πάνδεινα, ενόμιζεν ότι ουδέν πάσχει, μάλλον δε ελυπείτο, διότι δεν έπασχε περισσότερα και σκληρότερα βασανιστήρια.
Η μνήμη τους τιμάται στις 16 Απριλίου.
Επιμέλεια Στέλιος ούκος
1. Περίφημος είναι ο Επιτάφιος, τον οποίον εξεφώνησεν ο Περικλής προς τιμήν των νεκρών του Αʹ έτους του Πελοποννησιακού πολέμου, και τον οποίον διέσωσεν ο Θουκυδίδης εις την ιστορίαν του.
2. «Δικαίων δε ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι…» (Σοφ. Σολ. γʹ 1-2).
3. Εννοεί τον Εωσφόρον, όστις επαρθείς είπεν εν εαυτώ· «Εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου…» (Ησ. ιδʹ 13-14).
4. «Του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν» (Εβρ. ιαʹ 40).
5. Ως υποσημειούμεν εν ταίς σελίσι 258-261, τα ερείπια του Ναού τούτου απεκαλύφθησαν κατά τας διενεργηθείσας κατά το έτος 1917 ανασκαφάς υπό του καθηγητού Γ. Σωτηρίου, όστις εκ της περικοπής ταύτης του λόγου του Χωνιάτου ωδηγήθη εις τον τόπον ένθα ενήργησε τας ανασκαφάς (ένθα ανωτέρω σημειούται). Εν τω πρωτοτύπω ο Ναός ούτος ονομάζεται πολυάνδριον.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος 4ος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου