Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

π. Δημήτριος Μπεζάν: Ένα φως επήγασε από τα κεφάλια δύο μοναχών!

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

 [Διήγηση του μαρτυρικού ιερέα  π. Δημητρίου Μπεζάν]:
Η μεγάλη φυλακή στη Μονή Οράνκι δεν ήταν στρατιωτική φυλακή, αλλά διεθνές στρατόπεδο των αιχμαλώτων. Σ’ αυτό το στρατόπεδο που βρισκόταν στα δάση της Βόλγας, κοντά στην πόλη Γκόρκι, σήμερα Νίζνι Νόβγοροντ, ήταν συγκεντρωμένοι περίπου 14.000 αξιωματικοί από όλες τις εθνικότητες της Ευρώπης, ακόμη και από την Ιαπωνία. Ήμασταν οργανωμένοι σε στρατιωτικούς σχηματισμούς για δουλειά και στρατωνιζόμενοι σε κτίρια και τρώγλες.
 
Στο Οράνκι υπήρχε μια ανδρική μονή, με μοναχούς από αρχοντικές οικογένειες, όλοι λόγιοι, με βιβλιοθήκη, τυπογραφείο και κοινοβιακή ζωή. Οι σοβιετικοί κατήργησαν την μονή. Τους μοναχούς και τους ιερείς, περίπου 11.000, μαζεμένους από πολλές μονές και σκήτες, με επικεφαλής έναν Επίσκοπο, τους σκότωσαν γύρω στα 1919-1920, τους έριξαν τον ένα πάνω στον άλλο σε μια χαράδρα στην αυλή της μονής και τους σκέπασαν με χώμα.
 
Όταν ήρθαμε εμείς οι Ρουμάνοι στο Οράνκι, κάνοντας κάποιες ανασκαφές, απαραίτητες για το στρατόπεδο, βρήκαμε κάτι αποσαρκούμενα πτώματα, όπως αναφέρεται στον προφήτη Ιεζεκιήλ. Μια μεγάλη τάφρο γεμάτη λείψανα. Όλους τους είχαν πυροβολήσει στο κεφάλι επειδή δεν ήθελαν να συνεργασθούν με τους άθεους.
Ανάμεσα τους καθόταν αναλλοίωτος πάνω σε μία καρέκλα ένας αρχιερέας, που φορούσε ένα εγκόλπιο και μια εικόνα της Θεοτόκου. Με την έγκριση της ηγεσίας του στρατοπέδου τους ράντισα με αγιασμό και τους ξανασκεπάσαμε με το χώμα. Μετά, με την άδεια του διευθυντή του στρατοπέδου, έβγαλα τα λείψανα του αγίου Επισκόπου ανάμεσα από χιλιάδες μάρτυρες μοναχούς, τα τοποθέτησα σε ένα φέρετρο, που το φτιάξαμε εμείς οι Ρουμάνοι, και τα θάψαμε κοντά σε ένα πηγάδι στην αυλή της Μονής…
 
 Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα
– Μπορεί να θεωρηθούν άγιοι αυτοί οι μοναχοί που μαρτύρησαν για τον Χριστό, ως και οι άλλοι χριστιανοί που σκοτώθηκαν με διαφόρους τρόπους από τους άθεους, κατά την διάρκεια του κομουνισμού;
– Ναι, όλοι. Όπως είναι οι άγιοι μάρτυρες, ιερείς και μοναχοί, από το Οράνκι, διότι προτίμησαν τον θάνατο παρά να εκπέσουν από την πίστη. Και στην χώρα μας, στα δάση και στα βουνά σκοτώθηκαν ιερείς, και τα ονόματα τους αναφέρθηκαν σε διάφορα άρθρα. Και αυτοί μπορούν να θεωρούνται μάρτυρες του Χριστού και εθνομάρτυρες.
Στο στρατόπεδο στην αρχή κάναμε μόνο τον αγιασμό, με φρουρούς στις πόρτες, επειδή δεν επιτρεπόταν δημόσια προσευχή. Ο καθένας προσευχόταν το πρωί και το βράδυ, όπως έμαθε από την μητέρα του. Προσευχόντουσαν δε όλοι.
Ο θάνατος ήταν στην τρώγλη: ψείρες, κοριοί, τύφος, τρομερή παγωνιά έξω και απάνθρωπες δουλειές. Η ίδια κατάστασης ήταν και στα στρατόπεδα της Σιβηρίας – Καραγκάντα, Αρχαγγέλσκ, Μπορκούτα και σε άλλα στρατόπεδα της Ρωσίας.
Μετά το τέλος του πολέμου, σιγά-σιγά, οι Ρώσοι διοικητές έγιναν πιο παραχωρητικοί. Μας άφησαν να λειτουργούμε ελεύθεροι μέσα στις τρώγλες. Αργότερα, το καλοκαίρι, βγαίναμε στο οροπέδιο της αυλής της μονής, όπου κάναμε δημόσια προσευχές, και στις εορτές την Θεία Λειτουργία.
Στο Οράνκι ήμασταν 23 ορθόδοξοι Ρουμάνοι ιερείς. Κατασκευάσαμε όλοι μας επιτραχήλια από γερμανικές σκηνές. Στις ιερές ακολουθίες που τελούσαμε οι ορθόδοξοι ιερείς, παρευρίσκονταν και άλλες εθνικότητες και έμεναν κατενθουσιασμένοι από την ψαλμωδία την ορθόδοξη και την ανδρική χορωδία που είχαμε από 100 περίπου άτομα.
 
– Πώς προσευχόσασταν τις Κυριακές οι Ρουμάνοι εκεί στο Οράνκι;
– Όπως σας είπα, μαζευόμασταν στο οροπέδιο, τελούσαμε την Θεία Λειτουργία, κοινωνούσαμε, κάναμε μια ζωντανή ενθαρρυντική ομιλία, δοξάζαμε τον Θεό για όλα και πηγαίναμε στην συνέχεια για φαγητό και τους κοιτώνες.
– Εξομολογήσατε και βαπτίσατε στο στρατόπεδο;
– Δεν είχαμε άδεια. Τελικά όμως βάπτισα μερικούς Ρώσους και μερικά παιδιά.
.................................................

 Ήταν το καλοκαίρι τού 1966-1967. Μετά την νυχτερινή ακολουθία, όταν στην εκκλησία [στην Ιερά Μονή Συχαστρία της Ρουμανίας] έμεινε μόνο ένας μοναχός, που διάβαζε το Ψαλτήρι, είδα δυο μοναχούς σε πολύ μεγάλη ηλικία να παραμένουν στην εκκλησία βυθισμένοι στην προσευχή.
Έκαιγε ένα κανδήλι στο Ιερό και ένα στην εικόνα της Θεοτόκου. Γονάτισαν και απλώθηκαν με το πρόσωπο στο πάτωμα, προσευχόντουσαν σιωπηλά. Ήμουν στο τελευταίο στασίδι, απαρατήρητος παραμελημένος, με το κεφάλι στα χέρια, λέγοντας στον Θεό τον πόνο μου.
Ανάμεσα στα δάχτυλα είδα ένα φως που επήγασε από τα κεφάλια των δύο μοναχών. Περίπου 10 εκατοστά πάνω από τα κεφάλια τους, τρεμόλαμπε, ένα φως που αναβοέσβηνε.
Σε μια απόλυτη ησυχία τους κοίταζα και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Προσκύνησα σιγά όπως μπροστά σε ένα θαύμα.
Οι δύο μοναχοί σηκώθηκαν ταυτόχρονα, προσκύνησαν, πέρασαν από κοντά μου, σαν να με επέπληξαν και πήγαν στα κελιά τους.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερέως, π. Δημητρίου Μπεζάν, “Η χαρά της ταλαιπωρίας” που περιέχει “συγκλονιστικές μαρτυρίες από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, θαυμαστές εμπειρίες και αξιόλογες πνευματικές απαντήσεις”. Έκδοση Ορθοδόξου Κυψέλης.

 

Ο πιστός, ταπεινός και σκληρά δοκιμασμένος πατήρ Δημήτριος Μπεζάν από το Χιρλάου της Ρουμανίας έζησε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, 1909-1995.

Η θεία Πρόνοια τον ενίσχυσε και αντιμετώπισε τις απάνθρωπες συνθήκες της επί 24 χρόνια ταλαιπωρίας του σε διάφορες φυλακές, για την πίστη και αγάπη του στον Χριστό, με υπομονή, καρτερία, δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό. Έζησε θαυμαστά γεγονότα, μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά χαρούμενος.

Ως στρατιωτικός ιερέας στο ανατολικό μέτωπο, σε ηλικία 32 ετών, υπέφερε για 7 χρόνια ως αιχμάλωτος στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Ρωσία και Σιβηρία. Γλυτώνοντας, σαν από θαύμα, από την καταδίκη σε θάνατο, στάλθηκε στη Ρουμανία, όπου καταδικάστηκε ισόβια στις κομουνιστικές φυλακές της Ρουμανίας αλλά παρέμεινε μέχρι το 1964.

Μετά την απελευθέρωσή του διορίστηκε, με μεγάλη δυσκολία, σε μια μικρή ενορία στο χωριό Γκινδεοάνι του νομού Νεάμτζ, όπου με μεγάλο ζήλο εξυπηρετούσε τους πιστούς για πέντε περίπου χρόνια.

Η μεγάλη κοσμοσυρροή ενόχλησε τους άθεους διώκτες τω χριστιανών και τον οδήγησαν σε μια νέα δίκη όπου συνταξιοδοτήθηκε και εξορίστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πατρικό του σπίτι στο Χιρλάου το 1970.

Με τέτοιες συνθήκες έζησε για είκοσι ακόμη χρόνια μέχρι το 1990, με φόβο και ταπεινώσεις από τους φύλακες. Δεν εlχε την άδεια να λειτουργήσει σαν ιερέας, ούτε και να κινηθεί ελεύθερος.

Εγκαταλειμμένος από τους συναδέλφους του, λογοκρινόμενος και υπό παρακολούθηση από τις αρχές, ο πατήρ Δημήτριος δεν απελπίστηκε ούτε στενοχωρήθηκε, αλλά τα δέχτηκε όλα με χαρά, σαν από το χέρι του Θεού, με υπομονή και ευχαριστία, σαν άλλος μικρός Ιώβ.

Οι μοναδικοί αληθινοί του φίλοι στα χρόνια αυτά ήταν οι πιστοί από τα γύρω χωριά και λίγοι ιερείς και μοναχοί, που τον αναζητούσαν με μεγάλη διακριτικότητα, για να τον συμβουλευθούν.

Στα τελευταία του χρόνια, αν και εlχε περισσότερη ελευθερία, ο π. Δημήτριος ήταν όλο και περισσότερο άρρωστος. Την ημέρα συμβούλευε και παρηγορούσε τους προσερχομένους πιστούς, ενώ την νύχτα προσευχόταν στο φως του κανδηλιού, στο ταπεινό σπιτάκι του και χαιρόταν κατά Χριστόν.

Το βράδυ της 27 Σεπτεμβρίου του 1995 παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και ομολόγησε με θάρρος ενώπιον των ανθρώπων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου