“Σὲ μία νύχτα, μὲ πολλὰ δάκρυα, ἀγοράζεται ὁ Παράδεισος…”
Ἡμερολόγιο τοῦ Ἰβᾶν Στάρτσκωφ, ὑπολοχαγοῦ Β’ τάγματος τοῦ Σοβιετικοῦ στρατοῦ
«…12 Δεκεμβρίου 1941… Βρίσκομαι στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο κάποιας γερμανικῆς πόλεως… δὲν ξέρω τ’ ὄνομά της, ἀφοῦ μὲ μετέφεραν ἐδῶ ἀπὸ τὸ πεδίο μάχης ἐνῶ ἤμουν σὲ κῶμα… Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲ θέλω νὰ μάθω τ’ ὄνομά της… τί μ’ ἐνδιαφέρει ἄλλωστε; Ἐκτὸς αὐτοῦ, κανεὶς δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ μοῦ τὸ πεῖ.
Ἡ κατάστασή μου εἶναι κυριολεκτικὰ τραγική. Πρὸ τριῶν μηνῶν περίπου στὴ φοβερὴ μάχη τοῦ Λένινγκραντ ἡττηθήκαμε ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς Ναζί, μὲ μεγάλες ἀπώλειες καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές. Ἐγὼ πληγώθηκα θανάσιμα στὰ δυὸ πόδια ἀπὸ ἔκρηξη χειροβομβίδας καὶ στὸ ἀριστερὸ χέρι ἀπὸ κάποια ἀδέσποτη σφαῖρα.
Μὲ βρῆκαν πλημμυρισμένο στὸ αἷμα, ἀνάμεσα σ’ ἕνα σωρὸ νεκροὺς συναδέλφους δυὸ Γερμανοὶ στρατιῶτες, ποὺ μετὰ τὴ λήξη τῆς μάχης ἔψαχναν ἀνάμεσα στὰ πτώματα γιὰ ὁτιδήποτε χρήσιμο ἢ πολύτιμο.
Μὲ ἕνα αὐτοκίνητο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ μὲ μετέφεραν σὲ κάποιο σταθμὸ πρώτων βοηθειῶν ὀποῦ συνῆλθα λίγο, ἔπειτα μὲ φόρτωσαν στὸ βαγόνι ἑνὸς τρένου, ἀφοῦ μοῦ κόλλησαν ἕνα νούμερο στὸ στῆθος καὶ στὴν πλάτη. Αὐτὸ ἦταν φυσικό, ἀφοῦ γιὰ ἐκείνους δὲν ἤμουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα νούμερο…
Γεννήθηκα στὸ Σμολένκ, μία κωμόπολη Ρωσική, περίπου ἑκατὸ χιλιόμετρα ἀπὸ τὴ Μόσχα, τὸ 1912. Ἀπό μικρὸ παιδὶ ἤμουν σχεδὸν ἄθεος, μεγαλώνοντας ἀσπάσθηκα τὸν κομμουνισμό. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρὸς μπολσεβίκος καὶ εἶχε λάβει μέρος στὴν κομμουνιστικὴ ἐπανάσταση τὸ 1917, ποὺ ἀνέτρεψε τὸ καθεστὼς τοῦ Τσάρου.
Ἡ μητέρα μου ἡ Ἄννα ἦταν καλὴ χριστιανή, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ πατέρα ἔκανε τὰ καθήκοντά της τὰ χριστιανικὰ κρυφά. Εἶχα καὶ ἕναν… μικρότερο κατὰ τρία χρόνια ἀδελφό, τὸν Ἀλέξιο. Αὐτὴν τὴν ὧρα μόνο αὐτὸν θυμᾶμαι, αὐτὸν μπορῶ καὶ αὐτὸν θέλω νὰ θυμᾶμαι…
Ἀργοπεθαίνω.
Οἱ γιατροί μοῦ ἔκοψαν καὶ τὰ δυὸ πόδια καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι γιατί κινδύνευα ἀπ’ τὴ φοβερὴ γάγγραινα τῶν ἄκρων. Ἀπὸ τότε εἶμαι κλεισμένος, ἀκίνητος, πάνω σ’ αὐτὸ τὸ κρεβάτι, στὸ σκοτεινὸ θάλαμο Νὸ 0.
Μὲ ἔχουν κάνει πειραματόζωο καὶ φυσικά, ἂν δὲν πεθάνω κάποια στιγμή, θὰ μὲ σκοτώσουν οἱ γιατροί, ὅταν τελειώσουν τὰ πειράματά τους.
Εἶναι δώδεκα Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο ἀλήθεια! Γιὰ πρώτη φορᾶ στὴ ζωή μου δακρύζω σ’ αὐτὴ τὴ σκέψη. Ἤμουν… ἀνέκαθεν ἄθεος. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἀλέξιος, ὅμως, ἀπὸ νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στὴν ἐκκλησία.
Ἦταν ἄριστος μαθητὴς στὸ σχολεῖο. Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἐγὼ ἄρχισα τὶς σπουδές μου στὴ Στρατιωτικὴ Σχολὴ τῆς Μόσχας, ὀνειρευόταν καὶ γιὰ τὸν Ἀλέξιο μία λαμπρὴ σταδιοδρομία ἀξιωματικοῦ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Ὅμως, τὴ χρονιὰ ποὺ ἐγὼ τελείωνα τὴ Σχολὴ κι ὁ Ἀλέξιος… ἦταν τότε εἴκοσι χρονῶν, τὸ 1935… μία νύχτα ἔφυγε γιὰ πάντα. Ἡ μητέρα βρῆκε ἕνα γράμμα μὲ λίγες λέξεις πάνω στὸ μαξιλάρι:
«Συγχωρήσατέ με καλοί μου γονεῖς, Νικολάι καὶ Ἀννούσκα… ἀλλὰ μὲ καλεῖ ὁ οὐράνιος Βασιλέας, νὰ καταταγῶ στὸ στρατὸ Του. Δὲν μπορῶ ν’ ἀρνηθῶ τὴν πρόσκληση.
Φεύγω κι εὔχομαι καλὴ σωτηρία.
Υ.Γ.: Μὴν τὸ πεῖτε παρακαλῶ στὸν Ἰβᾶν. Θὰ τοῦ γράψω ἐγώ».
Πράγματι, δέ μοῦ τὸ εἶπαν ἀμέσως, διότι ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔδινα ἐξετάσεις γιὰ τὸ δίπλωμα. Φυσικά, ὅταν γύρισα τὸ φθινόπωρο στὸ σπίτι, μοῦ ἔδειξαν τὸ γράμμα. Ἕνας κόμπος μοῦ ἀνέβηκε στὸ λαιμό.
Τώρα ποὺ τὸ θυμᾶμαι… ἤθελα, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα, νὰ τοῦ ζητήσω συγγνώμη… ναί, διότι ἡ θλίψη μου, ἔπειτα ἀπὸ λίγες στιγμὲς ἔγινε ὀργὴ καὶ ἁρπάζοντας τὸ στρατιωτικό μου ὅπλο, τράβηξα τὸν πατέρα μου ἀπ` τὸ μανίκι φωνάζοντας: «Γιατί δὲν ἔψαξες νὰ τὸν βρεῖς; Ἐγὼ τώρα, ὀποῦ καὶ νὰ ‘χει πάει, θὰ τὸν βρῶ καὶ θὰ τὸν σκοτώσω». Ἡ μητέρα ἔβγαλε μία κραυγὴ τρόμου.
Ὁ πατέρας κατέβασε ἀπὸ τὸν τοῖχο τὸ κυνηγετικό του ὅπλο, λέγοντάς μου: «Δὲν ἔψαξα, γιατί σὲ περίμενα. Ὅπως ξέρεις, ἡ τιμὴ ἑνὸς μπολσεβίκου δὲν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σὰν αὐτὸ τοῦ Ἀλιόσα».
Ὁ θυμός μᾶς εἶχε τυφλώσει. Νιώθαμε πώς μᾶς εἶχε γίνει φοβερὴ προσβολὴ καὶ μάλιστα γιὰ κάτι τόσο βλακῶδες, ὅπως ἦταν ὁ Θεὸς τοῦ Ἀλεξίου… Φυσικά, γιὰ μᾶς δὲν ὑπῆρχε Θεὸς καὶ οἱ ἐκκλησίες ἔπρεπε νὰ γίνουν ὅλες στάβλοι… Δύο μοναστήρια ἦταν τὰ πλησιέστερα: Τῆς Ὄπτινα (ποὺ εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στὴ διάρκεια τῆς Κομμουνιστικῆς Ἐπανάστασης) καὶ τὰ ἐρημητήρια τῶν ἀγρίων ὀρέων τοῦ Ροσλάβ.
Ψάξαμε ἀνάμεσα σ’ αὐτά, εἰσβάλλοντας μὲ ἀπειλὲς καὶ κατάρες, καὶ ἀπαιτώντας ἀπὸ τοὺς καλόγηρους νὰ μᾶς παραδώσουν τὸν Ἀλέξιο.
Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρημητήρια (ὅπως καταφέραμε νὰ μάθουμε) εἶχε καταφύγει, ποθώντας ν’ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό του… Ἀφοῦ ὑβρίσαμε τὸν Ἡγούμενο, ὁ πατέρας μου τὸν τράβηξε ἀπὸ τὴ γενειάδα, λέγοντας: «Σκύλε παπά, δῶσε μοῦ πίσω τὸ μικρό μου γιό!». Ἐκεῖνος μὲ ἤρεμο βλέμμα τοῦ εἶπε νὰ κοιτάξει ψηλά… Ὁ Ἀλέξιος ντυμένος τὰ ράσα, ἦταν στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ. Μᾶς ἔπιασε ρίγος.
«Ἀφῆστε ἥσυχους τοὺς ἀδελφοὺς εὐλογημένοι. Ἰδού, ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ…».
«Κατέβα ἀμέσως κάτω, εἰδάλλως θὰ πυροβολήσω», τοῦ εἶπα ἐγὼ μὲ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε. «Ἡσυχάστε. Θὰ εἶστε κουρασμένοι. Φᾶτε, ἀναπαυθεῖτε κι ἔρχομαι ἔπειτα μαζί σας…». Φυσικά, δὲν ἦρθε μαζί μας, ἀλλὰ ἀπὸ κρυφὴ ἔξοδο ἀναχώρησε, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ Ρωσία.
Ἀπὸ τότε δὲν τὸν ξαναεῖδα πιὰ ποτέ. Μᾶς ἔστειλε ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια ἕνα γράμμα: «Εἶμαι στὸ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ, στὴν πρωτεύουσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν Ἑλλάδα. Πρὸ δέκα ἡμερῶν ἔγινα Μεγαλόσχημος Μοναχὸς κι ἔλαβα τὸ ὄνομα: Χριστόφορος. Ἐὰν θέλει ὁ Ἰβᾶν, ἂς ἔλθει νὰ μ’ ἐπισκεφθεῖ. Εἶμαι στὴ ρωσικὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ Θεὸς μεθ’ ὑμῶν». Ἐγὼ βέβαια, οὔτε πῆγα ποτέ, οὔτε γράμμα τοῦ ἔγραψα… Νιώθω τὸ σῶμα μου νὰ παγώνει… Δὲν μπορῶ νὰ γράψω ἄλλο…».
«19 Δεκεμβρίου 1941… Κάθε μέρα ποὺ περνάει νομίζω πὼς εἶναι γιὰ μένα ἡ τελευταία. Ὡστόσο, δὲν παύω μὲ τὸ νοῦ μου ν’ ἀναπολῶ τὰ περασμένα… Τὸ σπίτι μας στὸ Σμολένκ, τὸ σχολεῖο, τὴ Στρατιωτικὴ Σχολή, ὅλους ὅσους γνώρισα λίγο ἢ πολὺ στὴ ζωή μου. Ἄραγε μὲ θυμᾶται τώρα κανεὶς ἀπ’ αὐτούς; Ὁ παπποὺς ὁ Βάνια, πού μοῦ ἔμαθε νὰ ρίχνω τὴ σφεντόνα, ἡ γιαγιὰ Κλαυδίγια, πού μοῦ ἔπλεκε ζεστὲς μάλλινες κάλτσες γιὰ τὸ χειμώνα…. οἱ γονεῖς μου πού, ἁγνοὶ βιοπαλαιστές, ἀγωνίστηκαν νὰ μᾶς μεγαλώσουν ἐμένα καὶ τὸν ἀδερφό μου… ἡ γειτόνισσα ἡ Λιούμπα, ὁ Πιότρ ὁ ταχυδρόμος, ὁ Ἀντρέι ὁ δάσκαλος… δεκάδες πρόσωπα, πράγματα καὶ γεγονότα, πού μοῦ φαίνονται ὅμως τώρα τόσο μηδαμινὰ κι ἀσήμαντα…
Σήμερα ἔχω φριχτοὺς πόνους στὰ κομμένα μου πόδια… αἰσθάνομαι νὰ σαπίζω ζωντανός. Καθημερινὰ σχεδὸν ἔρχονται δυὸ γιατροὶ μὲ πρόσωπα παγωμένα, καὶ ἀφοῦ μὲ ναρκώσουν πειραματίζονται πάνω στὸ σῶμα μου, χωρὶς νὰ ξέρω πῶς, λόγω τῆς νάρκωσης… Ὅταν συνέλθω συνήθως πονάω πολὺ κι ἔχω συνεχὴ τάση γιὰ ἐμετό. Κρυώνω φοβερὰ μία καὶ δὲν ὑπάρχει θέρμανση στὸ θάλαμο. Μοῦ ἔχουν ξυρίσει τὸ κεφάλι, γιὰ κάποιο σκοπὸ ποὺ μόνο τὰ διεστραμμένα τοὺς μυαλὰ γνωρίζουν…
Ὁ νοῦς μου τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ στέκεται κάπου συγκεκριμένα, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνήθικες σκέψεις. Ἐξάλλου καὶ στὴ ζωή μου δὲν ἤμουν ἰδιαίτερα ἠθικός. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀλέξιος μοῦ εἶχε πεῖ κάποτε: «Τὸ σῶμα σου ποὺ παρέδωσες στὴ σαπίλα, θὰ σαπίσει ζωντανό, πρὶν βγεῖ ἡ ψυχή σου Ἰβᾶν. Πολὺ λυπᾶμαι γιὰ τὴν ψυχή σου…».
Εἶναι μέρες τώρα ποὺ ἔχω μία παράξενη φοβία, ποὺ ὁλοένα μεγαλώνει. Νιώθω σὰν τὸ αἰχμάλωτο ζῶο, ποὺ πρόκειται νὰ δοθεῖ ὡς τροφὴ σὲ σαρκοφάγα θηρία… Ἂν πίστευα στὸ Θεό, θὰ ὀνόμαζα τὴ φοβία μου «ἔλεγχο συνειδήσεως».
Ἂν πίστευα… λίγους μῆνες πρὶν τὴν εἰσβολὴ τῶν Γερμανῶν στὴ Ρωσία, ἔλαβα ἕνα ἀκόμη σύντομο γράμμα ἀπὸ τὸν ἀδερφό μου, ποὺ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο: «Χθὲς χειροτονήθηκα Ἱερομόναχος ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν, διὰ πρεσβειῶν τῆς Ἀειπάρθενου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, Εὔχεσθε γιὰ μένα. Υ.Γ.: Ἰβᾶν νὰ μὲ θυμηθεῖς στὴν ἀπομόνωσή σου».
Τώρα σκέφτομαι ὅτι ὁ Ἀλέξιος, ἢ μᾶλλον ὁ Χριστόφορος, εἶναι Ἅγιος. Ναί, σίγουρα εἶναι Ἅγιος. Τὸν εἶδα στὸν ὕπνο μου ἀπόψε, ντυμένο Ἱερομόναχο, μὲ κατάλευκα ἄμφια, θυμιατὸ κι ἕνα ξύλινο φωτεινὸ σταυρό… Μὲ κοίταξε λυπημένος. Κάποια στιγμὴ χαμογελώντας ἐλαφρά μοῦ εἶπε μὲ ἁπαλὴ φωνή: «Ἰβᾶν, μὴ φοβᾶσαι. Ὁ Χριστόφορος εἶμαι».
«Πονάω πολὺ ἀδελφέ μου, βοήθησέ με », τοῦ εἶπα.
«Ἰβᾶν σὲ λίγες μέρες θὰ ἔρθεις καὶ σὺ ἐδῶ, ποὺ εἶμαι καὶ γῶ. Θὰ σὲ στείλει ὁ παπά-Στεφᾶν Ζινόφσκυ ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη».
Ἔπειτα χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τοῦ φώναζα νὰ γυρίσει πίσω, ἀλλὰ μάταια. …Μά, γιατί μοῦ εἶπε πὼς θὰ πάω ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ αὐτός; Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ παπά-Στεφᾶν; Ἐγὼ δὲν γνωρίζω κανέναν παπά-Στεφᾶν… Τὰ μάτια μου βουρκώσανε, ἡ καρδιά μου χτυπάει σὰν τρελή… ὁ Χριστόφορος πέθανε, ἔχει πεθάνει! Κι ἐγὼ θὰ πεθάνω σύντομα… θὰ πεθάνω… Θεέ μου, δὲν θέλω νὰ πεθάνω!… Νιώθω τὸ κεφάλι μου ἕτοιμο νὰ ἐκραγεῖ. Τώρα θυμᾶμαι τί μοῦ εἶπε ὁ Χριστόφορος τὸ τελευταῖο Πάσχα ποὺ ἤμασταν μαζί: «Ὁ θάνατος; Μὰ δὲν ὑπάρχει θάνατος! Μόνο μεταβολή, χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀθάνατος, ἀλλὰ μόνον κοντά Του. Μακριά Του εἶναι μία ζωὴ θανατηφόρα -πέραν τοῦ τάφου- γεμάτη αἰώνια πικρότατη σιωπή, φοβερότατο στεναγμό, μεγάλο φόβο καὶ ἀγωνία, ἀναμονὴ χωρὶς ἐλπίδα, ἀκατάπαυστη ὀδύνη, ψυχικὸ κι ἀτελεύτητο δάκρυ, αἰώνια κόλασις».
Τρέμω ὁλόκληρος… Δὲν μπορῶ… σταματῶ ἐδῶ…».
«24 Δεκεμβρίου 1941: …Ὁ θάνατος εἶναι δίπλα μου, νιώθω τὰ παγωμένα του χέρια νὰ μοῦ πιέζουν τὴν καρδιά… Ἀλλὰ ἂς εἶναι… Διότι ἀπὸ σήμερα γιὰ μένα ἄλλαξαν τὰ πάντα. Πρὸ ὀλίγου ἦρθε κάποιος παράξενος ἄνθρωπος, μὲ μπλὲ σκούρα ροῦχα καὶ μία κατάλευκη γενειάδα. Τὸ βλέμμα του ἦταν πονεμένο καὶ χαρούμενο μαζί. Φαινόταν βιαστικός. Ἀφοῦ σφάλισε τὴν πόρτα, μοῦ εἶπε ψιθυριστὰ στὰ Ρωσικά: «Δὲν μὲ γνωρίζεις παιδί μου, τὸ ξέρω. Ἀλλά, μὴν φοβᾶσαι… Μὲ λένε Στεφᾶν καὶ εἶμαι ἱερέας τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ».
«Στεφᾶν;» ρώτησα κεραυνοβολημένος. «Στεφᾶν Ζινόφσκυ;»
«Ναί, ἀπὸ τὴν Πετρούπολη. Εἶμαι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Νοσοκομείου, ὡς αἰχμάλωτος πολέμου, στὰ καταναγκαστικὰ ἔργα μεταφορᾶς ἀνθρώπινων πτωμάτων, στοὺς κλιβάνους καύσεως γιὰ ἀπανθράκωση καὶ σαπωνοποίηση. Μᾶς δίδεται καθημερινῶς ἕνας κατάλογος μὲ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν θαλάμων καὶ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ πρέπει νὰ μεταφέρουμε. Χθὲς στὸν κατάλογο διάβασα τὸ ὄνομά σου. Θάλαμος Νὸ 0, Ἰβᾶν Στάρτσκωφ, κώδ. ἄρ. 542770. Ἀντέγραψα σὲ ἄλλο χαρτὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ φύλαξα».
Ἡ ἑπόμενη κίνησή του ἦταν νὰ βγάλει ἀπὸ τὸν κόρφο του ἕνα πολὺ λεπτὸ ὕφασμα διπλωμένο σφιχτά, σὲ γαλάζιο χρῶμα. «Ἰδοὺ παιδί μου. Αὐτὸ εἶναι τὸ πετραχήλι, ποὺ μὲ θυσία αἵματος μοῦ ἐφτίαξαν χέρια ἀδελφικά, ὥστε κι ἐδῶ στὴ φοβερὴ αἰχμαλωσία, ἔστω κι ἂν χάνονται σώματα νὰ σώζονται ψυχές».
Τὸν διέκοψα ἀπότομα ρωτώντας τὸν μὲ ἀγωνία:
«Πέστε μοῦ Μπάτουσκα (παππούλη), εἰλικρινὰ τί σᾶς παρακίνησε νὰ ἔρθετε σὲ μένα;»
Μοῦ ἀπάντησε ψιθυριστά: «Κοίταξε, παιδί μου. Τὸ ξέρω ὅτι ὀνομάζεσαι Ἰβᾶν Στάρτσκωφ, εἶσαι ἀπὸ τὸ Σμολένκ, καὶ εἶσαι ἀδελφὸς τοῦ Ἀλεξίου Στάρτσκωφ, ποὺ τώρα εἶναι…»
«Πῶς τὰ ξέρετε ὅλα αὐτά;» ρώτησα κατάπληκτος.
-«Εἶναι πολὺ ἁπλό. Ἐγὼ ἔχω ἕνα γιὸ ποὺ τώρα εἶναι ἱερομόναχος στὸ ἑρμητικὸ κελὶ τοῦ Ἅγιου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκεῖ ὀποῦ εἶχε καταφύγει ὁ ἀδελφός σου ἀρχικά, γιὰ νὰ γίνει Μοναχός. Συνέπεσε, λοιπὸν, τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχες ἔρθει μὲ τὸν πατέρα σου, γιὰ νὰ πάρετε τὸν Ἀλέξιο, ἢ μᾶλλον τὸν Χριστόφορο πίσω, νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἐκεῖ, διότι τὴν ἑπομένη ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὁ γιός μου Μεγαλόσχημος Μοναχός.
Εἶδα, λοιπὸν, ὅλη τὴ σκηνὴ μὲ τὰ μάτια μου. Ὅταν ἐσεῖς μπήκατε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ ἀνάπαυση, ὁ ἀδελφός σου ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ κελὶ τοῦ γιοῦ μου, λέγοντάς του:
«Πάτερ Μιχαήλ! Νὰ πεῖς σὲ παρακαλῶ στὸν Ἡγούμενο νὰ μὲ συγχωρήσει, ἀλλὰ φεύγω ἀμέσως γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος!»
«Ἀλέξιε, ἀδελφέ, εἶναι σωστὸ νὰ φύγεις τώρα;» τὸν ρώτησε ὁ γιός μου.
«Εἶναι θέλημα Θεοῦ ἀδελφέ! Μὴν ἀποκαλύψετε τίποτε στὸν πατέρα μου καὶ στὸν Ἰβᾶν… Εὐλογεῖτε, ἀδελφέ! Νὰ εὔχεσθε γιὰ μένα!».
«Ἡ Παναγία μαζί σου Ἀλέξιε!»
Ἐκεῖνος ἔφυγε τρέχοντας καὶ χάθηκε στὸ δάσος. Ἀπὸ τότε ἔστειλε δυὸ φορὲς ἐπιστολὴ στὸν Ἡγούμενο, τὴν πρώτη γιὰ τὴν κουρά του σὲ μεγαλόσχημο καὶ τὴ δεύτερη γιὰ τὴ χειροτονία του. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ποὺ ἐπισκεπτόμουν τοὺς Μοναχοὺς ἐκεῖ, μάθαινα καὶ γιὰ τὰ γράμματά του. Πρὶν ἀπὸ ἀρκετοὺς μῆνες ἦρθε κι ἕνα ἀκόμη γράμμα, τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο, σταλμένο ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος. Αὐτὸ τὸ εἶδα κι ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου».
Ἔγραφε: «ὁ ἀδελφὸς ἠμῶν Ἱερομόναχος πατὴρ Χριστόφορος, ἀνεπαύθη χθές, τὴν ἕκτη πρωινὴ ὥρα ἐν Κυρίῳ. Αὔριον ἀρχίζουν τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων του. Παρακαλεῖσθε, ὅπως μνημονεύετε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ, ἂν καὶ ἠμεῖς ἔχομεν μᾶλλον περισσοτέραν ἀνάγκην τῶν ἰδικῶν του εὐχῶν, παρὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τᾶς ἰδικᾶς μας. Ἦτο ἁγία ψυχή, πραγματικὰ ταπεινὸς καὶ ἄκακος Μοναχός, φίλος θερμὸς τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἂς εἶναι αἰώνια του ἡ μνήμη».
Ἐγὼ εἶχα μείνει ἐμβρόντητος ἀπὸ ὅσα εἶχα ἀκούσει. Πέρασαν ἕνα δυὸ λεπτὰ μέχρι νὰ συνέλθω. Ἔνιωθα ἕνα συνεχὲς σφίξιμο στὴν καρδιά, σὰ νὰ πιεζόταν βασανιστικὰ ἀπὸ τὴν ἀφόρητη θλίψη. Ξέσπασα σ’ ἕνα σχεδὸν βουβὸ κλάμα, μὲ πνιγμένους λυγμούς… Τὰ κομμένα μου μέλη πονοῦσαν φρικτά, ὄχι τόσο ἀπὸ τὸν σωματικὸ ὅσο ἀπὸ τὸν ψυχικὸ πόνο: «Μπάτουσκα, Μπάτουσκα (παππούλη, παππούλη), ἔχει πεθάνει λοιπόν, τὸ ἤξερα, τόχα καταλάβει. Ἦρθε στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ εἶπε γιὰ σᾶς…». «Ὁ πατὴρ Χριστόφορος εἶναι πλέον στὸν Παράδεισο», εἶπε τότε ὁ παπά-Στεφᾶν δακρυσμένος, μὲ βλέμμα νὰ κοιτάει ψηλὰ ἔξω τὸν ἔναστρο οὐρανό.
«Μπάτουσκα, ὁ ἀδελφός μου, ὁ μικρός μου Ἀλιόσα ἦταν Ἅγιος… Ἐγώ… ἐγὼ εἶμαι ἕνα κτῆνος…» τοῦ ἔλεγα μὲ λυγμούς.
«Σώπασε, παιδί μου, ἡσύχασε… Πρέπει νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἡγουμένου εἶχε καὶ ὑστερόγραφο: «Διαβιβάσατε ἀδελφοί, εἰς τὴν οἰκογένεια τοῦ π. Χριστόφορου, ὅτι ἔχασε τὴν ζωὴ του εἰς ὧραν ἱεροῦ καθήκοντος. Διότι, ἀφοῦ τέλεσαν ξημερώματα τὴν Θεία Λειτουργία, καὶ ἀφοῦ κοινώνησε ὁ ἴδιος, οἱ ἀδελφοὶ Μοναχοὶ τῆς Μονῆς καὶ τρεῖς φιλοξενούμενοι στρατιωτικοί, ἀνέλαβε αὐτοβούλως νὰ ὁδηγήσει τοὺς τελευταίους ἕως τῆς παραλίας, ὅπου κρυφίως θὰ τοὺς παρελάμβανε κάποιο καράβι διὰ τὴν Μέση Ἀνατολή. Δυστυχῶς ὅμως, λόγω προδοσίας, ἔπεσαν εἰς ἐνέδρα Γερμανῶν τὴν ὥρα ὅπου πλησίαζαν τὸ καράβι στὴν παραλία, ὅπου εὐρίσκοντο ὅλοι συγκεντρωμένοι. Οἱ Γερμανοὶ ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν. Τότε ο εὐλογημένος π. Χριστόφορος, διὰ νὰ σώσει τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων, φωνάζοντας «Πέσατε κάτω ἀδελφοί», ἄρχισε νὰ τρέχει κατὰ μῆκος τῆς παραλίας, κραυγάζων ἀτάκτως καὶ κάμνων ζωηρᾶς χειρονομίας, ἕλκοντας ἐπάνω του τὴν προσοχὴν τῶν ἐχθρῶν. Μία σφαίρα τὸν εὗρε εἰς τὴν καρδίαν. Ἦτο ξημερώματα Κυριακῆς, Ἰουνίῳ μηνὶ – 1941.
Ὁ Θεὸς μεθ’ ὑμῶν καὶ ἡμῶν. Ταπεινὸς πρὸς Κύριον εὐχέτης
ὁ Καθηγούμενος Ἱερομόναχος Σαμουὴλ
καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί».
«Ὅπως βλέπεις Ἰβᾶν, ὁ ἀδελφός σου δὲν ἦταν μόνον Ἅγιος, ἀλλὰ καὶ ἥρωας». Ἐγὼ πλέον εἶχα πνιγεῖ στὸ θρῆνο. Ὁ π. Στεφᾶν ξεδίπλωσε τὸ πετραχήλι, λέγοντάς μου μὲ τρεμάμενη φωνή:
«Ἰβᾶν, παιδί μου, αὔριο ποὺ εἶναι Χριστούγεννα, θὰ εἶσαι καὶ σὺ στὸν Οὐρανό. Ὁ π. Χριστόφορος σὲ περιμένει…».
«Πῶς τὸ ξέρετε αὐτό;» ρώτησα μέσα στ’ ἀναφιλητά μου.
«Μὲ εἰδοποίησε παιδί μου… Ἔλα τώρα νὰ πεῖς στὸ Χριστό μας τὴ ζωή σου». Ἅπλωσε πάνω μου τὸ λεπτὸ πετραχήλι μὲ τοὺς κόκκινους κεντημένους σταυρούς.
«Σ’ ἀκούει ὁ Χριστὸς τώρα, παιδί μου. Αὔριο θὰ ‘σαι στὸν Παράδεισο».
«Ἥμαρτον, πάτερ, ἥμαρτον… εἶμαι ἕνα θηρίο, ἕνα κτῆνος…».
Τοῦ εἶπα ὅλη τὴ ζωὴ μου απὸ μικρὸ παιδὶ ἕως τότε. Ἀφοῦ μοῦ διάβασε τὴν εὐχὴ συγχωρήσεως ὅλων τῶν ἐγκλημάτων μου, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του ἕνα μικρὸ καρύδι. Τὸ πίεσε λίγο κι ἐκεῖνο ἄνοιξε. Τὸν κοίταξα σαστισμένος.
«Εἶναι ἡ Ἁγία Κοινωνία, Ἰβᾶν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός…».
«Μά, πῶς πάτερ…».
«Τελοῦμε πότε-πότε κρυφὲς Θεῖες Λειτουργίες, μὲ τὴ σκέπη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν ἀρκετοὶ Ὀρθόδοξοι ἐδῶ…Ἔλα τώρα παιδί μου νὰ κοινωνήσεις. Κᾶμε τὸ σταυρό σου…».
Ἔκανα τότε τὸ σταυρό μου, γιὰ πρώ
τη σχεδὸν φορᾶ στὴ ζωή μου κι ἔλαβα τὴ ΖΩΗ μέσα στὴν ψυχή μου.
«Τώρα ὅλα τελείωσαν Ἰβᾶν. Θὰ ‘ρθῶ αὔριο τὸ πρωὶ νὰ παραλάβω τὸ σῶμα σου».
«Μπάτουσκα, ἔχω ἐδῶ μερικὰ κομμάτια χαρτί, σὰν ἡμερολόγιο. Σᾶς παρακαλῶ, ὅταν ἔρθετε, νὰ τὰ πάρετε. Θὰ τὸ ‘χῶ κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι».
Μοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι, κουνώντας καταφατικὰ τὸ κεφάλι. Πῆρα ἔτσι τὴν εὐχή του, φιλώντας τὸ λεπτὸ βασανισμένο χέρι τοῦ καλοῦ Λευΐτη.
Μὲ σταύρωσε καὶ ψιθυρίζοντάς μου: «Μακαριὰ ἡ ὁδός σου παιδί μου. Νὰ εὔχεσαι καὶ γιὰ μένα τὸν ταπεινό», γλίστρησε ἀθόρυβα πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ χάθηκε μέσα στὸ σκοτάδι…
«…Τί ὥρα νὰ ‘ναὶ ἄραγε; Ἴσως τρεῖς ἢ τέσσερις ἢ πέντε τὰ ξημερώματα. Πάντως μου φαίνεται ὅτι τὸ σκοτάδι διαλύεται, ἀπὸ ἕνα ἀμυδρὸ φῶς.
Εἶναι 25 τοῦ Δεκέμβρη 1941… ξημερώνει ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων…
Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω τὸ κλάμα, ὄχι ἀπὸ λύπη, ἀλλὰ ἀπὸ χαρά… Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγω… δὲν νιώθω πλέον τὰ μέλη μου, μόνο στὴν καρδιά μου ὑπάρχει ἀκόμη λίγο αἷμα… νά, μία ἡλιαχτίδα ἴσχυσε τὸ σκοτάδι… Μπάτουσκα, φεύγω… Συγχώρεσὲ με, τὴν εὐχή σου…
Ἰβᾶν Νικολάγιεβιτς Στάρτσκωφ ὁ ἁμαρτωλός».
Τὸ σῶμα τοῦ Ἰβᾶν, ἀκρωτηριασμένο, χωρὶς πόδια καὶ ἀριστερὸ χέρι, βρέθηκε παγωμένο ἐκεῖνο τὸ πρωὶ στὸ θάλαμο 0. Ἐγὼ ὁ ἱερέας τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, π. Στεφᾶν Ζινόφσκυ, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἄλλου ἀδελφοῦ τὸ μεταφέραμε, μαζὶ μὲ ἄλλα πτώματα στοὺς κλιβάνους. Ἔψαλα ψιθυριστά τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, καθὼς ἔριχναν τὸ σῶμα τοῦ Ἰβᾶν στὶς φλόγες. Τώρα πιὰ δὲν λυπᾶμαι, οὔτε δακρύζω.
Γιατί ξέρω, τὸ νιώθω, ὅτι ὁ Ἰβᾶν εἶναι εὐτυχισμένος. Χαίρε εὐλογημένε Ἰβᾶν, ποὺ μὲ τοὺς ποταμοὺς τῶν δακρύων μίας σκοτεινῆς νύχτας, ἐξαγόρασες τὴν αἰώνια χαραυγὴ τῶν Οὐρανῶν.
Σημείωση: Ὁ ἱερέας π. Στεφᾶν Ζινόφσκυ ἦταν αἰχμάλωτος στὰ καταναγκαστικὰ ἔργα τοῦ Γενικοῦ Νοσοκομείου (κέντρο Ἰατρικῶν Πειραμάτων), κάπου μεταξὺ τῶν γερμανό-αὐστριακῶν συνόρων. Ἔζησε στὴν αἰχμαλωσία ὡς τὸ 1944. Πεθαίνοντας μοῦ ἐμπιστεύθηκε μερικὰ φύλλα τριμμένου χαρτιοῦ, μὲ τὶς σκέψεις τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ Ἰβᾶν Στάρτσκωφ, μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία νὰ δοθοῦν μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση (ποὺ ἤδη τότε διαφαινόταν στὸν ὁρίζοντα) στὴ δημοσιότητα. Σεβόμενος τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ τὴν πραγματοποίησα. Ἂς εἶναι οἱ λίγες αὐτὲς σελίδες ἱερὸ καὶ αἰώνιο μνημόσυνο γιὰ τὸν Ἰβᾶν, τὸν ἀκρωτηριασμένο μελλοθάνατο, ποὺ σὲ μία νύχτα πάλεψε καὶ νίκησε τὸν θάνατο.
Θεοντὸρ Λουντμίλωφ, ἐτῶν ἑξήντα πέντε, συναιχμάλωτος τοῦ π. Στεφᾶν καὶ κατὰ σάρκα ἀνιψιός του. Ἐπέζησα, χάριτι Θεοῦ, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Μᾶς ἐλευθέρωσαν τὰ συμμαχικὰ στρατεύματα τῶν Ἄγγλο-ἀμερικανῶν τὸ 1945.
Κίεβο, Ἀπρίλης τοῦ 1970.
Ἡμερολόγιο τοῦ Ἰβᾶν Στάρτσκωφ
...τὶ νὰ πεῖ κανείς...;
ΑπάντησηΔιαγραφήτὰ λόγια,
γίνονται ξάϕνου πολύ ϕτωχά
μπροστά σὲ τέτοια μεγαλεῖα...!