Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Μεγἀλου. (449)

  

Εἰς τὸν ὅσιον Ἀρσένιον
Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.

 Ο όσιος πατήρ ημών Αρσένιος ο μέγας ο βιος του εδω

 

 Του Αββά Αρσενίου εκ του Γεροντικού

α’ . Ο Αββάς Αρσένιος, ενώ ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας: «Κύριε, οδήγησέ με πως να σωθώ ». Και άκουσε φωνή οπού του έλεγε: « Απόφευγε τους ανθρώπους και σώζεσαι ».

β’. Ο ίδιος, όταν αποσπάσθηκε από τον κόσμο και εισήλθε στον μοναστικό βίο, πάλι έκανε την ίδια προσευχή. Και άκουσε φωνή να του λέγη: « Αρσένιε, να φεύγης, να σιωπάς, να ησυχάζης. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας ».

ια’. Είπε κάποιος στον Αββά Αρσένιο: « Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου : Δεν μπορείς να νηστεύης ούτε να εργασθής. Τουλάχιστο, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους. Γιατί και αυτό αγάπη είναι ». Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τί έσπερναν στον νου του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει : « Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μη εργασθής. Μονάχα από το κελλί σου να μη απομακρυνθής ». Γιατί ήξερε ότι η υπομονή του κελλιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του.

ιγ’. Είπε ο Αββάς Μάρκος στον Αββά Αρσένιο: « Γιατί μας αποφεύγεις;». Του λέγει ο γέρων: «Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Οι Ασώματες Δυνάμεις, οι Άγγελοι, οπού, καθώς λέγει η Γραφή, είναι χιλιάδες και μυριάδες, ένα θέλημα έχουν. Ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν να αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».

κε . Πήγε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος σ’ ένα τόπο και υπήρχαν εκεί καλαμιές και κινήθηκαν από τον άνεμο. Και λέγει ο γέρων στους αδελφούς: «Τί είναι αυτό το θρόϊσμα;». Και του απαντούν: «Από τις καλαμιές είναι». Τους λέγει λοιπόν ο γέρων: «Αληθινά, αν ένας ησυχαστής ακούση φωνή από στρουθί, δεν έχει πλέον η καρδιά του την ίδια ησυχία. Πόσο πιο πολύ θα συμβή αυτό μ’ εσάς, οπού έχετε το θρόϊσμα αυτών των καλαμιών; ».

κζ’ . Ένας αδελφός πήγε στο κελλί του Αββά Αρσενίου, σε Σκήτη. Σκύβει λοιπόν και κοιτάζει από τη θυρίδα και βλέπει τον γέροντα να είναι όλος σαν φωτιά. Και ήταν άξιος ο αδελφός εκείνος να το δη. Ύστερα έκρουσε και βγαίνει ο γέρων. Βλέποντας δε τον αδελφό σαν θαμπωμένο, του λέγει: «Χτυπούσες πολλή ώρα την πόρτα; Μήπως είδες τίποτε εδώ;». Και απάντησε εκείνος: «Όχι». Και μετά απ’ αυτή τη στιχομυθία, τον έστειλε στο καλό.

λ’. Έλεγαν πάλι γι’ αυτόν: «Το βράδι του Σαββάτου, παραμονή της Κυριακής, άφηνε τον ήλιο πίσω του και άπλωνε τα χέρια του κατά τον ουρανό, προσευχόμενος, ωσότου πάλι έλαμπε ο ήλιος στο πρόσωπό του. Και έτσι, καθόταν».

λα’. Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο και τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι κανείς σαν αυτούς δεν απεχθανόταν τη δόξα των ανθρώπων. Ο μεν λοιπόν Αββάς Αρσένιος δεν συναντιόταν εύκολα με κάποιον. Ο δε Αββάς Θεόδωρος συναντιόταν μεν, αλλά ήταν σαν ξεγυμνωμένο σπαθί.

Ο Όσιος αββάς Αρσένιος ο Μέγας απέφευγε να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις των Μοναχών, και κατά τις γιορτές όταν πήγαινε στην εκκλησία, κρυβόταν πίσω από μία κολώνα ή πήγαινε σε μία γωνιά για να μην τον βλέπουν. Είχε πάντα το πένθος γι’ αυτό συνέχεια τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Αυτό μόλις είδε ο Αββάς Ποιμήν του είπε: «Μακάριος είσαι Αρσένιε, γιατί έκλαψες αρκετά στην ζωή τούτη. Έτσι, στην άλλη ζωή θα χαίρεσαι παντοτινά και δεν θα πενθήσεις ούτε θα κλάψεις ποτέ». Γιατί αυτός που δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ, θα κλάψει εκεί αιωνίως.

λη’. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, οπού ήλθε να δη σε μια Σκήτη τον Αββά Αρσένιο, ότι, φτάνοντας στην εκκλησία, παρακαλούσε τους αδελφούς να τον πάνε στον Αββά. Του έλεγαν λοιπόν: « Ξεκουράσου για λίγο, αδελφέ, και ύστερα τον βλέπεις ». Αλλά εκείνος τους αποκρίθηκε: « Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου ώσπου να τον συναντήσω ». Τον έστειλαν λοιπόν με έναν αδελφό, γιατί μακριά βρισκόταν το κελλί του γέροντος. Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν. Και αφού ασπάσθηκαν τον γέροντα, κάθισαν σιωπώντας. Είπε λοιπόν ο αδελφός της εκκλησίας: « Εγώ πηγαίνω, ευχηθήτε για μένα ». Ο δε αδελφός ο ξένος, μη έχοντας κατορθώσει να μιλήση με τον γέροντα, είπε στον πρώτον αδελφό: « Έρχομαι και εγώ μαζί σου ». Και βγήκαν μαζί. Τον παρακάλεσε λοιπόν, λέγοντας: « Πήγαινέ με και στον Αββά Μωϋσή, οπού ήταν πρώτα ληστής ». Και σαν έφθασαν σ’ αυτόν, τους δέχθηκε με χαρά και αφού τους φιλοξένησε, τους έστειλε στο καλό. Και του λέγει ο αδελφός, οπού τον είχε φέρει: «Λοιπόν, να, σε πήγα στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιός από τους δυο σου άρεσε ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε και του είπε: « Ο Αιγύπτιος μου άρεσε ». Ακούοντάς το δε αυτό ένας από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας : « Κύριε, εξήγησέ μου αυτό το πράγμα. Πώς συμβαίνει, ο ένας να αποφεύγη για το όνομά σου και ο άλλος να εναγκαλίζεται για το όνομά σου; ». Και να, του δείχθηκαν στο ποτάμι δυο πλοία μεγάλα. Και βλέπει τον Αββά Αρσένιο και το πνεύμα του Θεού να πλέη με ησυχία μαζί. Και ο Αββάς Μωϋσής και οι Άγγελοι του Θεού να πλέουν μαζί. Και τον τάϊζαν μελοκερήθρες.

μβ’ . Ιστόρησε δε ο Αββάς Δανιήλ γι’ αυτόν, ότι ποτέ δεν ήθελε να μιλά για κάποιο θέμα της Αγίας Γραφής, αν και μπορούσε να μιλήση αν ήθελε. Αλλά και επιστολή εύκολα δεν έγραφε. Όταν δε ερχόταν, κατά διαστήματα, στην εκκλησία, πίσω από μια κολόνα καθόταν, ώστε κανείς να μη δη το πρόσωπό του, ούτε ο ίδιος άλλον να προσέξη. Και ήταν η θωριά του αγγελική, όπως του Ιακώβ. Με ολόλευκα μαλλιά και γενειάδα, με ομορφοκαμωμένο σώμα. Λιπόσαρκος ήταν. Και η γενειάδα του ήταν μακριά, φθάνοντας έως την κοιλιά του. Και τα τσίνορά του έπεσαν από το πολύ κλάμμα. Ήταν δε ψηλός, άλλα κυρτώθηκε από τα γεράματα. Έφθασε τα ενενηνταπέντε χρόνια. Έζησε στο παλάτι του αυτοκράτορος μακαριστού Θεοδοσίου του μεγάλου σαράντα χρόνια και διετέλεσε πνευματικός πατέρας των μακαριστών Αρκαδίου και Ονωρίου. Και στη Σκήτη πέρασε σαράντα χρόνια. Και δέκα στην Τρώη της άνω Βαβυλώνος, απέναντι στη Μέμφη. Και τρία χρόνια στην Κάνωπο της Αλεξανδρείας. Και τα άλλα δυό χρόνια, τα έκαμε πάλι στη Τρώη, όπου και κοιμήθηκε. Διάνυσε με ειρήνη και φόβο Θεού τον δρόμο της ζωής του. Γιατί ήταν άνδρας αγαθός και γεμάτος από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Άφησε δε στον Αββά Δανιήλ τον πέτσινο χιτώνα του και τρίχινο, λευκό καμάσι και σαντάλια καμωμένα από φλοιό χουρμά. Και εκείνος προσθέτει, ότι, αν και ανάξιος, τα φόρεσε, για να απολαύση ευλογία.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου