Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Ο Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

Μπορεί να είναι εικόνα ένα ή περισσότερα άτομα και γένι
Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος ἦ­ταν μο­να­χός σι­ω­πη­λός καί φι­λή­συ­χος. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε σκάν­δα­λα, ἔ­φευ­γε ἀ­μέ­σως. Μι­λοῦ­σε λί­γο, ἀλ­λά ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ. Ἀ­πέ­φευ­γε τίς συ­ζη­τή­σεις, για­τί ὅ­πως ἔ­λε­γε «ὅ­ταν ὁ­μι­λῶ, με­τά δυ­σκο­λε­ύ­ο­μαι στήν πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, δι­ό­τι μοῦ ἔρ­χον­ται λο­γι­σμοί ἄλ­λοι»
Συμ­βο­ύ­λευ­ε: «Νά λέ­τε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή, για­τί ἔ­τσι θά εἶ­στε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό. Μέ τήν εὐ­χή αἰ­σθά­νε­ται κα­νε­ίς ἕ­νω­ση μέ τόν Θεό. Κα­τα­λα­βα­ί­νει ὅ­τι τό πᾶν εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Μέ τήν εὐ­χή νά δι­ώ­χνε­τε το­ύς λο­γι­σμο­ύς. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός θά σᾶς δι­δά­σκει καί θά σᾶς φω­τί­ζει. Μόνο νά κοι­τᾶ­τε ὁ νοῦς σας νά εἶ­ναι μέ­σα στήν καρ­διά. Ὅ­ταν ὅ­μως κου­ρά­ζε­στε, νά λέ­τε τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…” μέ τό στό­μα. Ἐ­γώ αὐ­τό πού ἔ­χω νά σᾶς πῶ εἶ­ναι τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…” καί τί­πο­τε ἄλ­λο». Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν, «τί πρέ­πει νά κά­νου­με γιά νά κερ­δί­σου­με τήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Νά λέ­με συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”». Σέ ὅ­λους συ­νι­στοῦ­σε νά λέ­νε τήν εὐ­χή, καί μά­λι­στα ἔ­λε­γε «τήν εὐ­χή στήν καρ­διά», ἐ­νῶ στο­ύς λα­ϊ­κο­ύς ἔ­λε­γε νά τη­ροῦν τίς ἐν­το­λές καί νά δι­α­βά­ζουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Ὁ ἴ­διος εἶ­χε κά­νει πρά­ξη στήν ζωή του τό «ἀ­δι­α­λε­ί­πτως προ­σε­ύ­χε­σθε», καί μά­λι­στα ἔ­φθα­σε σέ προ­χω­ρη­μέ­νη κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή, ὥ­στε νά λέ­γη τήν εὐ­χή καί στόν ὕ­πνο του, ὅ­πως μέ ἁ­πλό­τη­τα ἀ­πε­κά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο.
Ἄλ­λο­τε εἶ­πε ὁ ἴ­διος, ὄν­τας τυ­φλός, ὅ­τι, «ὅ­ταν λέ­ω τήν εὐ­χή βλέ­πω στό δε­ξιό μέ­ρος φῶς. Αὐ­τό τό βλέ­πω, ὅ­ταν κά­νω τόν κα­νό­να μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό βλέ­πω συ­χνά. Αὐ­τό φε­ύ­γει καί ὕ­στε­ρα πά­λι ξα­νάρ­χε­ται. Τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη πού ἔρ­χε­ται στήν καρ­διά γιά τόν Χρι­στό». Ἔ­βλε­πε τα­κτι­κά τό Ἄ­κτι­στο φῶς. Κά­ποι­α μέ­ρα πού ἀ­νη­σύ­χη­σε πού δέν τό εἶ­δε καί ζη­τοῦ­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν Πνευ­μα­τι­κό του.
Κάποτε ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση στό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, τοῦ Κτίτο­ρος, ὅ­που γι­νό­ταν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Προ­σῆλ­θε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος μέ πο­λύ πό­θο καί εὐ­λά­βεια, ἀλλά ὁ λει­τουρ­γός Ἱ­ε­ρέ­ας τυ­φλώ­θη­κε ἀ­πό ἕ­να φῶς δυ­να­τό καί ἱ­λα­ρό πού ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό πρό­σω­πο τοῦ γέ­ρον­τος Αὐ­ξεν­τί­ου. Τό πρό­σω­πό του σκε­πά­στη­κε, ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό ἕ­ναν φω­τει­νό ἥ­λιο, ὑ­πέρ τόν ἥ­λιο λάμ­πον­τα, καί ὁ ἱ­ε­ρέ­ας δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον ὄ­χι νά τόν κοι­νω­νή­ση ἀλ­λά οὔ­τε νά τόν ἀν­τι­κρύ­ση, ρί­χνον­τας τό βλέμ­μα του χα­μη­λά. «Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε.
Εἶ­χε με­γά­λη αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Γιά νά μή βγῆ στόν κό­σμο νά ἐγ­χει­ρισ­θῆ στά μά­τια του ἔ­μει­νε τυ­φλός. Δέν ἔ­κα­νε ἐγ­χε­ί­ρη­ση κή­λης, παρ᾿ ὅ­λο πού πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε. Δέν θέ­λη­σε νά βά­λη ξένα δόν­τια. Ἔ­μει­νε χω­ρίς οὔ­τε ἕ­να δόν­τι, καί δυ­σκο­λευ­ό­ταν στίς σκλη­ρές τρο­φές. Δέν ἤ­θε­λε νά τοῦ κά­νουν ἰ­δι­α­ί­τε­ρα φα­γη­τά. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν τί φα­γη­τό θέ­λει, ἀπαν­τοῦ­σε: «Ὅ,τι ἔ­χει τό κοι­νό». Πάντα ἔ­τρω­γε μέ ἐγ­κρά­τεια καί μέ­τρο. Ἄν τόν πί­ε­ζαν νά φά­η πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἔ­λε­γε: «Μή μέ πι­έ­ζε­τε. Τό πο­λύ φα­γη­τό δέν εἶ­ναι κα­τά Θε­όν». Ἔ­δι­νε καί στόν δι­α­κο­νη­τή του κά­τι ἀπ᾿ αὐ­τά πού τοῦ πή­γαι­νε.
Ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε κλει­νό­ταν στό κελ­λί του καί προ­σευ­χό­ταν. Δέν μι­λοῦ­σε καί δέν ἀ­παν­τοῦ­σε σέ κα­νέ­ναν. Κάποτε, με­τά τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α τόν βρῆ­καν οἱ πα­τέ­ρες μπρο­ύ­μυ­τα μέ­σα στό κελ­λί του νά προ­σε­ύ­χε­ται. Ἦ­ταν σέ θε­ω­ρί­α καί δέν ἔ­νι­ω­θε το­ύς πα­τέ­ρες πού τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν.
Τυ­φλός ὤν καί ἐνῶ δέν ἄ­κου­γε καί κα­λά, μή ἔ­χον­τας ἀ­κρι­βῆ αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καί μή θέ­λον­τας νά χά­ση τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ξε­κι­νοῦ­σε ἀ­πό τό κελ­λί του ὡς συ­νή­θως καί δύ­ο ὧ­ρες νω­ρί­τε­ρα. Μία νύ­χτα σκόν­τα­ψε, ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί πλημ­μύ­ρι­σε στά αἵ­μα­τα πού ἔ­τρε­χαν ἀ­πό τήν μύ­τη του. Ἐ­ξαν­τλή­θη­κε καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κω­θῆ. Τόν βρῆ­καν με­τά ἀ­πό δύο ὧ­ρες πε­ρί­που ξυ­λι­α­σμέ­νο μέ­σα στά αἵ­μα­τα καί τόν με­τέ­φε­ραν στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο. Ἐ­κεῖ τόν κα­θά­ρι­σαν καί κά­θη­σε ἕ­νας ἀ­δελ­φός νά τόν προ­σέ­χη. Ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­φυ­γαν οἱ πα­τέ­ρες καί νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­ναι μό­νος, πέ­τα­ξε τίς κου­βέρ­τες ση­κώ­θη­κε ὄρ­θιος καί ἄρ­χι­σε νά κά­νη τόν κα­νό­να του, συ­νε­χί­ζον­τας γιά ὧ­ρες τά κομ­πο­σχο­ί­νια του. Τοῦ εἶ­παν οἱ πα­τέ­ρες: «Γε­ρω–Αὐ­ξέν­τι­ε, ἐ­σύ τώ­ρα εἶ­σαι γε­ρον­τά­κι. Κάθησε στό κελ­λί σου, δέν χρει­ά­ζε­ται νά ἔρ­χε­σαι στήν ἀ­κο­λου­θί­α». Αὐ­τός ἀ­πάν­τη­σε: «Μή μοῦ στε­ρῆ­τε τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεῖ αἰ­σθά­νο­μαι πραγ­μα­τι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α».
Ἐ­κοι­μή­θη τήν 1η Μαρ­τί­ου 1981, ξη­με­ρώ­νον­τας Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, σέ ἡ­λι­κί­α 89 ἐ­τῶν, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος πλή­ρως γιά τήν ἄλ­λη ζωή. Ὁ Γέροντας καί οἱ πα­τέ­ρες μι­λοῦ­σαν μέ θαυ­μα­σμό καί συγ­κί­νη­ση γιά τόν γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιο, γιά τά ἀ­σκη­τι­κά του καί νη­πτι­κά του κα­τορ­θώ­μα­τα, καί εἶ­χαν τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι προ­πέμ­πουν ἕ­ναν ὅ­σιο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν πρω­το­τό­κων, στήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.
Με­τά τήν κο­ί­μη­σή του, ἀ­δελ­φός ρώ­τη­σε τόν γε­ρω–Πα­ΐ­σιο ἐ­άν σώ­θη­κε ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος καί ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐάν αὐ­τός δέν σώ­θη­κε, τό­τε κα­νε­ίς ἀ­πό μᾶς δέν θά σω­θῆ». Ἡ τι­μί­α κά­ρα του κα­τά και­ρο­ύς ἐκ­πέμ­πει εὐ­ω­δί­α.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου