Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Ένας Επίσκοπος, ο Άγιος Αμβρόσιος, υψώνει το ανάστημά του στον πλανητάρχη!

Άγιος Αμβρόσιος 7 Δεκεμβρίου του π. Ανανία Κουστένη


Μήπως θα έπρεπε να παίρνουμε μαθήματα 

πολιτικής από την Εκκλησιαστική Ιστορία;


Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,

Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.

Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.

Του μακαριστού π. Ανανία Κουστένη

Στις 7 Δεκεμβρίου γιορτάζει ο Άγιος Αμβρόσιος, Επίσκο­πος Μεδιολάνων. Στο σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Του 4ου αιώνος κι αυτός, σπουδαίος, νομικός μεγάλος, έγινε διοικητής του Μιλάνου και της επαρχίας εκεί, ήταν δίκαιος και συνετός και κατηχούμενος. Ετοιμαζόταν, δηλαδή, να βαφτισθεί.

Κοιμήθηκε ο επίσκοπος Μεδιολάνων και μετά οι ορθόδοξοι μάλωναν με τους Αρειανούς στο ποιός θα καταλάβει τον θρόνο. Και έγινε κίνημα. Επανάσταση. Κι ως διοικητής ο Αμβρόσιος εστάλη να καταστείλει την στάση και την επανάσταση και να φέρει την ησυχία και την ειρήνη.

Πήγε, λοιπόν, και τους μίλησε τόσο γλυκά, ήταν ρήτορας και σοφός και ενάρετος, παρότι ακόμη δεν είχε βαφτισθεί. Και τους κατάφερε και τους ηρέμησε. Και τότε ένα παιδάκι φώναξε δυνατά: «Ο Αμβρόσιος να γίνει επίσκοπος.» Ήταν φωνή Θεού. Ήταν κλήσις Κυρίου. Κι εκείνος, βέβαια, δεν ήθελε, και λέει το Συναξάριο πώς, μόλις τ’ άκουσε αυτά κι ο κόσμος όλος, αιρετικοί και χρι­στιανοί, είπαν ναι, άξιος, τί κάνει εκείνος; Φεύγει, με τρόπο, και καθώς βράδιαζε, καβαλάει ένα άλογο κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, για να μη γί­νει μητροπολίτης. Και μόλις ξημέρωσε, τί είχε γίνει; Βρέθηκε, πάλι, στο ίδιο σημείο, από οπού έφυγε. Στης εκκλησίας την αυλή. Και τότε κατάλαβε ότι ο Θεός τον ήθελε σ’ αυτή τη θέση. Στον Θεό ποιος μπορεί να πει όχι;

Κι έγινε, λοιπόν, επίσκοπος Μεδιολάνων, ο μεγάλος Αμβρόσιος, φρόντισε τους χριστιανούς, φρόντισε τους αιρετικούς, διότι η Εκκλησία εταλαιπωρείτο από τον Αρειανισμό και τις παραφυάδες του, και προ­παντός με τον Θείο του λόγο και με την αγία χάρη, έφερνε αμέτρητους στην Εκκλησία και προστάτευε πολλούς δυσκολεμένους και αδύνατους. Είχε τόση παρρησία, που έβαλε επιτίμιο και κανόνα στον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον τον Μέγαν. Με κάποια στάση, που έγινε στη Θεσσαλονίκη και μετά που έδωσε εντολή να φονεύσουν 7.000 στασιαστές.

Κι ο Θεοδόσιος, όταν πήγε στην εκκλησία και μπήκε στο Ιερό Βήμα, του λέει ο άγιος Αμβρόσιος: «Έξω!» Σε ποιόν είπε «Έξω;» Στον πλανητάρχη, παρακαλώ. Σε ποιόν είπε «Έξω;» Σ’ αυτόν. Κι ο Θεοδόσιος μεγάλος κι αυτός. Να το πούμε. Γιατί είναι κι αυτός άγιος της Εκκλησίας. Λοιπόν. Το εδέχθη! Εδέχθη επιτίμιον οκτώ μηνών. Ούτε να μεταλάβει ούτε να κάμει τίποτε απ’ τα καθήκοντά του. Το εδέχθη, με άκρα ταπείνωση και μεγάλη υπακοή. Γιατί είχε καταλάβει κι αυτός ένα πολύ σπουδαίο πράγμα.

Ότι δεν μπορούμε, με κανένα τρόπο, να εναντιωθούμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία και στον Θεό. Τί σπουδαίος κι αυτός! Λέμε ναι. Αλλά, άμα έχεις την οικουμένη στα χέρια σου, θα κάμεις και λάθη.

Η ομορφιά ποιά είναι στον Θεοδόσιο; Ότι εδέχθη και παρεδέχθη! Και μετενόησε! Και την ημέρα των Χρι­στουγέννων πήγε στην εκκλησία και τί; Έκανε μετάνοια μπροστά στον επίσκοπο και σ’ όλο το εκκλησίασμα και ζήτησε επισήμως συγγνώμη, κλαίγοντας! Κλαίγοντας! Και αποκατεστάθη. Αυτός ο Μέγας Θεοδόσιος! Αποκατεστάθη!

Και είναι κι εκείνος γραμμένος στο Αγιολόγιο. Γιατί, αν ο Μέγας Κωνσταντίνος έφερε τη θρησκευτική ελευθερία στην αυτοκρατορία και στον κόσμο, ο Μέγας Θεοδόσιος διάλεξε, ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, την ορθοδοξία, η οποία κινδύνευε από Γότθους, βαρβάρους, αιρετικούς, Ιουδαίους, ειδωλολάτρες, κι έκαμαν θραύση. Και τώρα την πήρε την Εκκλησία, την ορθοδοξία, υπό την προστασία του ο αυτοκράτωρ. Έθεσε, δηλαδή, τον εαυτό του στη διάθεση της Εκκλησίας. Ήταν, δηλαδή, υπερασπιστής του ορθοδόξου δόγματος. Είναι πολύ σπουδαίο κι αυτό. Να το πούμε. Ισχύει μέχρι και σήμερα…

Ο άγιος Αμβρό­σιος εκοιμήθη εν Κυρίω το 397 στο Μιλάνο, στα Μεδιόλανα, τότε, όπου είχε γίνει το Σύμφωνο των Μεδιολάνων. Η συμφωνία του Κωνστα­ντίνου του Μεγάλου και του Λικινίου για ανεξιθρησκεία. Να υπάρχει, δηλαδή, θρησκευτική ελευθερία, που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

ς θεῖος διδάσκαλος καὶ ἱεράρχης σοφός, 

δογμάτων ἀκρίβειαν μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, 

Ἀμβρόσιε ὅσιε· 

λύεις αἱρετιζόντων τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· 

φαίνεις τῆς εὐσεβείας τὴν θεόσδοτον χάριν· 

ἐν ᾗ τούς σὲ γεραίροντας συντήρει ἀπήμονας.

Sant Ambrogio basilica in Milan, Italy

Main nave of Sant'Ambrogio basilica in Milan, Italy. 

Bonamico Taverna, who paid for the frescos on a pillar 

(his name is in the latin inscription, "BONUS AMICUS TAVERNA",

...και συνεχίζει πιό αναλυτικά:

Ο Άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε περί το 340 μ.Χ. στην πόλη Τρέβηρα της Γαλατίας (σημ. Trier της Γερμανίας), από Χριστιανούς γονείς. Η οικογένειά του ήταν αριστοκρατική, ο πατέρας του ονομάζονταν επίσης Αμβρόσιος και ήταν Έπαρχος της Γαλατίας, μεγάλου τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

Ο Θεός απεκάλυψε το λαμπρό μέλλον του Αγίου με παράδοξα σημεία από την βρεφική του ακόμη ηλικία. Ενώ κοιμόταν στον κήπο του ανακτόρου τους, σμήνος μελισσών κάλυψαν το πρόσωπό του και αφού μπήκαν πολλές φορές στο στόμα του, αφήνοντας μέλι στη γλώσσα του, πέταξαν στον αέρα, ο πατέρα του, που παρακολουθούσε το θέαμα μένοντας κατάπληκτος είπε ότι το παιδί θα γίνει κάτι μεγάλο όταν γίνει άνδρας.

Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του οδηγήθηκε από τη μητέρα του στη Ρώμη, όπου έλαβε μία επιμελημένη παιδεία. Σπούδασε λατινική και ελληνική φιλολογία, ρητορική, φιλοσοφία και νομικά. Μετά τον θάνατο και της μητέρας του, την κηδεμονία του ανέλαβε η μεγαλύτερη αδελφή του Μαρκελλίνα (17 Ιουνίου), η οποία αφιερώθηκε στον Θεό και χειροθετήθηκε παρθένος από τον πάπα άγιο Λιβέριο (27 Αυγούστου) τα Χριστούγεννα του 353 στη Ρώμη.

Μια φορά όταν ήταν μικρός είδε την αδελφή του, να φιλάει τα χέρια ενός Επισκόπου. Της έδωσε τότε και αυτός το δεξί του χέρι, λέγοντας: «Φίλησε και αυτό, διότι κι εγώ θα γίνω Επίσκοπος». Η αδελφή του όμως, δεν κατάλαβε την προφητεία του παιδιού και το επέπληξε.

Ο Ουαλεντινιανός, που εξουσίαζε τότε τη Ρώμη και όλη την Ευρώπη, βλέποντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε το έτος 370 διοικητή (consularis) της Άνω Ιταλίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν τα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο. Όταν διορίστηκε, ο βασιλικός επίτροπος Πρόβος του είπε: «Ύπαγε, και διοίκει ουχί ως κριτής, αλλ’ ως επίσκοπος.». 

Οι προφητικοί αυτοί λόγοι γρήγορα πραγματοποιήθηκαν. Διότι εκείνο τον καιρό κοιμήθηκε ο νόμιμος επίσκοπος Μιλάνου, άγιος Διονύσιος, στην εξορίαν αλλά και ο παρείσακτος αρειανός επίσκοπος Αυξέντιος των Μεδιολάνων. Ορθόδοξοι και Αρειανοί φιλονικούσαν μεταξύ τους για την εκλογή του νέου επισκόπου. 

Ο Άγιος ως διοικητής, ονομαστός ήδη για την πραότητα και την δικαιοσύνη του, θεώρησε καθήκον του να παρευρεθεί στο ναό και να καθησυχάσει τον λαό. Ξαφνικά ακούσθηκε φωνή ενός παιδιού: «ο Αμβρόσιος επίσκοπος». Η φωνή θεωρήθηκε ουράνια και όλοι με ενθουσιασμό εξέλεξαν διά βοής τον Αμβρόσιο ποιμενάρχη τους, αν και ήταν ακόμη κατηχούμενος. Ο μόνος που δυσανασχέτησε για την εκλογή ήταν ο ίδιος. 

Με πολλούς τρόπους προσπάθησε να αποφύγει το υψηλό αξίωμα της αρχιερωσύνης, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά υπέκυψε και υπάκουσε στο θέλημα του Θεού, αλλά και στην διαταγή του αυτοκράτορος. Αν και δεν είχε βαπτιστεί, ευρισκόμενος στην τάξη των κατηχουμένων, ζούσε την αρετή και την καθαρότητα του βίου σαν να ήταν ήδη μέλος της Εκκλησίας. Δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα και μετά από οκτώ ημέρες, την 7η Δεκεμβρίου του 374 μ.Χ. , χειροτονήθηκε επίσκοπος, σε ηλικία 34 ετών. Ο Μέγας Βασίλειος από την Καισάρεια του έστειλε συγχαρητήρια επιστολή και τον ενθάρρυνε στον δύσκολο αγώνα του κατά των Αρειανών.


Μετά την ανάβασή του στον αρχιερατικό θρόνο επιδόθηκε στην μελέτη των έργων των Ελλήνων Πατέρων. Ζούσε λιτότατα με νηστεία και προσευχή. Μοίρασε όλη την περιουσία του πατέρα του στους απόρους και έδωσε ακίνητα, χωράφια κι αμπέλια στην Εκκλησία, μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό στην ακτημοσύνη. 
Ελευθέρωνε αιχμαλώτους πουλώντας τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και στους επικριτές του απαντούσε ότι κοσμήματα της Εκκλησίας δεν είναι αυτά, αλλά η ζωή και η πίστη των ανθρώπων αυτών, που ήταν ασύγκριτα πολυτιμότερη από τα χρυσά σκεύη. Μεσίτευε για καταδίκους, βοηθούσε κάθε δυστυχισμένο. Λειτουργούσε καθημερινά. Κήρυττε, νουθετούσε, προέτρεπε σε μετάνοια, παρηγορούσε τούς αμαρτωλούς, δίδασκε όχι μόνο με τα λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμά του.

Η μεγαλύτερη φροντίδα του ήταν να απαλλάξει την Εκκλησία από την αίρεση του Αρείου. Οι Αρειανοί είχαν την εύνοια της Αυλής. Η Ιουστίνα, η μητέρα του ανηλίκου αυτοκράτορος Ουαλεντινιανού Β’, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». 

Αργότερα απαιτούσε με μεγάλη επιμονή από τον Άγιο να παραχωρήσει τον μητροπολιτικό ναό στους Αρειανούς, προκαλώντας απερίγραπτη σύγχυση στον λαό και συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε». 

Τέλος το 386 ο νεαρός αυτοκράτορας επέμενε ξανά να δοθή ένας ναός. Ο Άγιος με θαυμαστή παρρησία αρνήθηκε το αίτημά του, και του διαμήνυσε ότι ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι «εν τη εκκλησία και ουχί υπέρ την Εκκλησίαν». Αντιστάθηκε θαρραλέα υποστηρίζοντας τα δίκαια της Εκκλησίας, λέγοντας: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου». Τότε η Ιουστίνα τον απείλησε με εξορία. Κλήρος και λαός και ιδίως οι πτωχοί τον υπερασπίστηκαν με μεγάλη αφοσίωση. Αντί του Αγίου όμως συνελήφθη εκείνος, ο οποίος καιροφυλακτούσε να τον συλλάβει, και μάλιστα οδηγήθηκε στην εξορία με την ίδια άμαξα, που είχε ετοιμάσει για την αναχώρηση του Αγίου.

Η βασίλισσα αποφάσισε και πάλι να τον δολοφονήσει. Το χέρι όμως του δολοφόνου έμεινε παράλυτο στον αέρα, ώσπου τελικά η Ιουστίνα αναγκάσθηκε να υποχωρήσει και επεκράτησε ειρήνη στην Εκκλησία.

Πλήθη μετεστράφησαν στο δρόμο της αληθείας, από τα κηρύγματά του, ανάμεσα τους και ο ιερός Αυγουστίνος. Όπου και λίγο αργότερα κατά την βάπτιση του συνέταξε και έψαλλε τον ύμνον «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου ο Θεός ημών».


Αναφέρει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης, «Από τα κηρύγματά του αρκετές νέες αριστοκρατικών οικογενειών αφιερώθηκαν στο Χριστό και σχημάτισαν ολόκληρο τάγμα. Τρόμαξαν τότε οι μανάδες και δεν έστελναν πλέον τα κορίτσια τους στα κηρύγματα του, από φόβο μήπως γίνουν και αυτά παρθένες. Οι δε εχθροί του διέδιδαν, ότι αυτός με τη διδασκαλία του υπέρ της παρθενίας θα κάνη το ανθρώπινο γένος να σβήσει. Τι απήντησε ο Αμβρόσιος; Είπε, ότι δεν κινδυνεύει ο κόσμος εάν μερικά κορίτσια αφοσιωθούν στο Θεό και στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο κόσμος δε θα χαθεί από την εγκράτεια και την παρθενία· ο κόσμος -προφήτευσε- θα χαθεί από την ακολασία του, από τη διαφθορά ανδρών και γυναικών. Προφητικός ο λόγος του».

Ήταν τέτοια η εκτίμηση από το αυτοκρατορικό περιβάλλον ώστε υπήρξε σύμβουλος των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Βαλεντινιανού Β’ και του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Δε δίστασε μάλιστα να τους επικρίνει για την πολιτική που ασκούσαν. Ο ευσεβής βασιλιάς Ουαλεντινανός όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε αλλά τον επαίνεσε λέγοντας: «Γνώριζα το ζήλο σου, γι' αυτό επέμενα να γίνεις αρχιερέας, γιάτρευε λοιπόν όπως ορίζει ο νόμος του Θεού, τις αμαρτίες μας».

Το 390 κατά διαταγή του διοικητή των Ιλλύριων στρατιωτών της πόλεως Θεσσαλονίκης Βουθέρικου συνελήφθηκε κάποιος δημοφιλής ηνίοχος του Ιπποδρόμου παραμονές αγώνων, λόγω κακοήθειας. Ο όχλος απαίτησε την αποφυλάκισή του αλλ’ ο Βουθέρικος αρνήθηκε, τότε ο λαός στασίασε και σκότωσαν αυτόν και τους αξιωματούχους του. 
Ο Θεοδόσιος ο Α' (379-395) μόλις πληροφορήθηκε το περιστατικό οργίστηκε τόσο πολύ ώστε διάταξε να τιμωρηθεί ο λαός με σφαγή. Διοργάνωσε αγώνες στον Ιππόδρομο και παρασέρνοντας τον λαό να τους παρακολουθήσει έστειλε τα στρατεύματά του και κατέσφαξαν μέσα σε τρεις ώρες 7.000 ή κατά άλλους 15.000 Θεσσαλονικείς, αθώους και ενόχους, πολίτες και ξένους.

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΤΟ 390 μ.Χ

η σφαγή Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο το 390 μ.Χ.


Ο Αμβρόσιος όταν έμαθε το έγκλημα, ταράχτηκε και ανεχώρησε σ’ ένα ησυχαστήριο, όπου αναλύθηκε στην προσευχή και έκλαψε για τον αδικοσφαγέντα λαό και τον αυτοκράτορα. Έγραψε στον Θεοδόσιο και ελέγχοντάς τον του συνιστούσε μετάνοια βαθιά και ειλικρινή, χωρίς την οποία δεν θα του επέτρεπε να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Ο Θεοδόσιος, χωρίς να δώσει σημασία στην επιστολή προσήλθε μετά από λίγες μέρες στο ναό.

Ο μεγάλος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων, είχε τόση παρρησία, που έβαλε επιτίμιο και κανόνα στον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα.

Κι ο Θεοδόσιος, όταν πήγε στην εκκλησία και μπήκε στο Ιερό Βήμα, του λέει ο άγιος Αμβρόσιος: «Έξω!» Σε ποιόν είπε «Έξω;» Στον πλανητάρχη, παρακαλώ. Σε ποιόν είπε «Έξω;» Σ’ αυτόν. Κι ο Θεοδόσιος μεγάλος κι αυτός. Να το πούμε. Γιατί είναι κι αυτός άγιος της Εκκλησίας. Λοιπόν. Το εδέχθη! Εδέχθη επιτίμιον οκτώ μηνών. Ούτε να μεταλάβει ούτε να κάμει τίποτε απ’ τα καθήκοντά του. 
Το εδέχθη, με άκρα ταπείνωση και μεγάλη υπακοή. Γιατί είχε καταλάβει κι αυτός ένα πολύ σπουδαίο πράγμα. Ότι δεν μπορούμε, με κανένα τρόπο, να εναντιωθούμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία και στον Θεό. Τι σπουδαίος κι αυτός! Λέμε ναι. Αλλά, άμα έχεις την οικουμένη στα χέρια σου, θα κάμεις και λάθη. 
Η ομορφιά ποια είναι στον Θεοδόσιο; Ότι εδέχθη και παρεδέχθη! Και μετενόησε! Και την ημέρα των Χρι­στουγέννων πήγε στην εκκλησία και τι; Έκανε μετάνοια μπροστά στον επίσκοπο και σ’ όλο το εκκλησίασμα και ζήτησε επισήμως συγγνώμη, κλαίγοντας! Κλαίγοντας! Και αποκατεστάθη. Αυτός ο Μέγας Θεοδόσιος! Αποκατεστάθη!

Saint Ambrose (left) and Theodosius, by Pierre Subleyras

Saint Ambrose (left) and Theodosius, by Pierre Subleyras

  • Και είναι κι εκείνος γραμμένος στο Αγιολόγιο. Γιατί, αν ο Μέγας Κωνσταντίνος έφερε τη θρησκευτική ελευθερία στην αυτοκρατορία και στον κόσμο, ο Μέγας Θεοδόσιος διάλεξε, ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, την Ορθοδοξία, η οποία κινδύνευε από Γότθους, βαρβάρους, αιρετικούς, Ιουδαίους, ειδωλολάτρες, κι έκαμαν θραύση. Και τώρα την πήρε την Εκκλησία, την ορθοδοξία, υπό την προστασία του ο αυτοκράτωρ. Έθεσε, δηλαδή, τον εαυτό του στη διάθεση της Εκκλησίας. Ήταν, δηλαδή, υπερασπιστής του ορθοδόξου δόγματος. Είναι πολύ σπουδαίο κι αυτό. Να το πούμε. Ισχύει μέχρι και σήμερα.

Ο άγιος Αμβρόσιος εκοιμήθη εν Κυρίω την 4η Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, του έτους 397 μ.Χ. σέ ηλικία 57 ετών, στο Μιλάνο, στα Μεδιόλανα. Την Νύχτα της Αναστάσεως μετά την Θεία Λειτουργία, άπειρο πλήθος λαού συνόδευσε το ιερό λείψανο στην τελευταία του κατοικία και το ενταφίασε μεταξύ των Αγίων Μαρτύρων Γερβασίου και Προτασίου.

Κανένας δεν θεραπεύει τον εαυτό του 


Απολυτίκιον Αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων. Ήχος α’

Τὸν τῆς ἀμβροσίας ἐπώνυμον, καὶ τῆς Ἰταλίας διδάσκαλον, 

τὸν προστάτην τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ Μεδιολάνων τὸν πρόεδρον, 

τὸν τοῦ ἐπάρχου υἱόν, καὶ τῶν πτωχῶν ἀντιλήπτορα μέγιστον, 

Ἀμβρόσιον τὸν ἔνδοξον Ἱεράρχην πάντες τιμήσωμεν, 

πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Ὁ Οἶκος: Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν τὸν τῆς χάριτος, πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμόν, καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν. Οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστὸς ἀναδέδεικται. Διὰ τοῦτο βοῶμεν αὐτῷ· Πάτερ Πατέρων, Ἀμβρόσιε ἔνδοξε.

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου