Κύριε ,
Τώρα που έρχεται η στιγμή ,
σαν το παλιόχαρτο,
κι ο ήλιος σου με τυφλώνει
μ΄επαναληπτικές ριπές
άκου την προσευχή μου
εμένα, τού ελάχιστου.
Χάρισε μου λίγη δροσιά,
σκάψε μου ένα λακκάκι,
να θάψω μέσα μου αυτό.
Το βασανιστικό και αδηφάγο Αυτό.
Πάντα πεινασμένο.
Κλάδεψε τον ύπνο μου, να κλείσουν οι δίοδοι τού Άδη,
το χώμα απ΄τα μάτια και τ΄αυτιά.
Να μη παρακαλάμε πια,
κανείς να μη παρακαλάει.
Να έχουμε.
Κύριε,
είμαι κάτι λιγότερο από μια σκουπιδοσακούλα
μέσα μου έχουν στοιβαχτεί
όλες οι σιδερένιες νύχτες,
που κανένα ποταμάκι από δάκρυα
δεν τις μαλάκωσε ποτέ
Η τρύπα του υπόνομου είμαι
ένα χαρτί που τσαλακώθηκε
και πετάχτηκε βιαστικά
πριν προλάβει να διαβαστεί
δεντράκι είμαι που έγειρε
κάτω από το ίδιο του το βάρος.
Το φως τής ημέρας με καίει και με στεγνώνει.
Έχω σφηνωθεί στο χρόνο,
κρατιέμαι με τα δόντια,
όπως οι ίνες του κρέατος
στα δόντια.
Δεν έχω βλέμμα
δεν έχω αίμα,
κι ο αέρας πάνω μου , που μ ακουμπάει πενθεί.
όλοι μπορούν να με κάνουν ό,τι θέλουν,
να με κλωτσήσουν
να μεκουβαλήσουν από δω εκεί.
Έχω ριζώσει μπρούμυτα
με το κούτελο στο χώμα.
Εδώ θα είμαι κι αύριο και μεθαύριο
μέχρι ν ΄αποφασίσεις
τι θα μέ κάνεις τελικά.
Κύριε.
H προσευχή τού ελάχιστου , Όλια Λαζαρίδου.
Μπράβο στην κυρία Όλια , πολύ ωραία προσευχή.
ΑπάντησηΔιαγραφή