Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

«ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ» ΚΑΙ ΟΥΔΕΝ ΕΤΕΡΟΝ!

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σκοπίων κ. Στέφανος μὲ τὸν “ἥλιον τῆς Βεργίνας”.
Τὸ Πάσχα ὡμίλησε διὰ τὰ “δίκαια τῶν Μακεδόνων”.
Αὐτὰ ὑποθάλπουν ὅσοι τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς “Ἀχρίδος”,
πόλιν ἑλληνικὴν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως προσφάτως.

Ἡ «ἀερολογία πατριαρχικῶν κολάκων»
ὑπαίτιος διὰ τὴν ἐκκλησιολογικὴν ἐξαχρείωσιν!


Κατακερματισμένη ἡ Ἑλλὰς ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τὸ Φανάρι,
τὸ ὁποῖον παραδίδει καὶ τὴν ἑλληνικὴν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀχρίδος
εἰς τοὺς προπαγανδίζοντας τὴν ὑποτιθεμένην «Μεγάλην Μακεδονίαν»!

Γράφει ὁ  Διονύσιος Ἀλ. Πελέκης, Δικηγόρος παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ

ΠΡΩΤΟΝ

  1. Ὀρθὴ εἶναι, καὶ Πίστεως ἀσφαλὲς ἕδρασμα, ἡ διευκρίνισις ἐνίων ὅρων ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Τάξει, ὅπως διατυποῦνται εἰς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας. Οὕτω, λοιπόν, ὁ Κανὼν Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381 ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, λεγομένη καὶ πρώτη τῶν ἐν Κωνσταντινούπολει Οἰκουμενικῶν).

Κατὰ τὸν Ἱερὸν τοῦτο Κανόνα «τὸν μὲν Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς Τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν Νέαν Ρώμην. Δὲν ὑπερέχει τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Πατριάρχης Κων/λεως ἴσος ἐστὶν μετὰ τοῦ Ρώμης, διαφέρων τῇ τάξει μόνον». Δηλαδή, δὲν τίθεται ὄπισθεν τῆς Ρώμης, ἀλλὰ παραπλεύρως αὐτοῦ.

Νὰ γίνει καλῶς ἀντιληπτὸν ὅτι θεωρεῖται ἡ νέα Πρωτεύουσα Νέα Ρώμη, διότι εἰς αὐτὴν ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερεν ἀθρόως ὅλα τὰ διοικητικὰ κρατικὰ στελέχη, θεσπισμένα ὄργανα ἀσκήσεως τῆς Αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας καὶ ἀξιωματούχους ἀπὸ τὴν πάλαιαν Ρώμην διὰ τὴν συνέχισιν τῆς συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας τοῦ Κράτους, ὑπὸ τὴν αὐτὴν μορφήν, ἥν εἶχε καὶ ἐν Ρώμῃ. Δὲν πρόκειται, συνεπῶς, περὶ δευτέρας Ρώμης, ἀλλ’ αὐτῆς τῆς Ρώμης, ἐν τῇ νέᾳ θέσει της, καὶ μὲ τὴν αὐτὴν αὐτοκρατορικήν, ὡς πρωτευούσης, ὑπόστασιν, δηλαδὴ τῶν ἐν αὐτῇ ἐξουσιῶν, ἀξιωμάτων καὶ ἀξιωματούχων μεταφερθέντων εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Συνεπῶς νὰ σταματήσει τὸ μύθευμα περὶ δευτέρας Ρώμης καὶ οἱ βλέψεις τῶν Ρώσων περὶ τοῦ καθίστασθαι τὴν Μόσχαν Τρίτην Ρώμην. Τὸ μύθευμα αὐτὸ ἐξάπτει τὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν ὁδηγεῖ εἰς σχίσμα.

  1. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχης τῆς Ἀνατολῆς ἰσοτίμως καὶ παραλλήλως ἔχει μόνον τὸν Πατριάρχην τῆς Δύσεως ἤτοι τὸν Πατριάρχη Ρώμης, ἴσον ἐν παντί, ἀλλὰ τιμῆς καὶ μόνον προπορευόμενον, κακοήθως ἀποκληθέντα Πάπαν, ὅρος οὐδαμοῦ εἰς τὰς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἀπαντῶν διὰ τὸν Πατριάρχην Ρώμης. Ὁ ὅρος εἶναι αὐθαίρετος καὶ πλήρους ἀντικανονικότητος, σκόπιμος δὲ διὰ τὴν ἐπικυριαρχίαν ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως. Καί, συγχρόνως οὐσιώδης ἀφορμὴ τοῦ ἐπαράτου Σχίσματος, τὸ ὁποῖον ἐξέβαλεν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, ἀπὸ τὴν ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ τοῦ συμβόλου Πίστεως τῆς Νίκαιας.
  2. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶναι primus Inter parres. Ὡς parres, ἴσοι, νοούμενοι ἐν τῇ Ἀνατολῇ οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Ἀδιανόητος τὸ primus sine paribus. Ἀερολογία Πατριαρχικῶν κολάκων.
  3. Τοῦτο προσδίδει εἰς τοῦτον privilegium honoris, (τιμῆς) μόνον, καὶ ὄχι privilegium jurisdictionis (ἁρμοδιότητος). Καὶ ὅταν συγκαλεῖ οὗτος, καθ’ ὅ ἔχει δικαίωμα, Πανορθόδοξον Σύνοδον Ἐπισκόπων ὑποχρεωτικῶς μετέχουν ἅπαντες οἱ Ἐπίσκοποι ὅλων τῶν χωρῶν καὶ ὄχι ἐπιλεγμένη ἀντιπροσωπία αὐτῶν, περιωρισμένου ἀριθμοῦ. Ἂν συμβῆ αὐτὸ ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Οἰκουμενική, εἶναι μόνον ἐφεύρημα. Καὶ βεβαίως οὔτε Μεγάλη, ὅπως ἀπεκλήθη ἡ ἀνακηρύξασα τὴν Θεοτοκείαν τῆς Παναγίας Μητρὸς τοῦ Σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ βέβαια καμμία Σύνοδος Κανονικὴ ἢ «Μεγάλη» δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τροποποιεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ν’ ἀναγνωρίζει καὶ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Ὅταν ὁ Χριστός μας ἔφυγεν ἀπὸ τὴν γῆν, ἀφῆκεν ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, καὶ ὄχι πλείονες, πολλῷ δὲ μᾶλλον καὶ Ὁμολογίας. Οἱ μὴ Ὀρθόδοξοι «ἐξέκλιναν, ἅμα δὲ καὶ ἠχρειώθησαν». Μόνη θεραπεία τοῦ βαθέος πλήγματος τοῦ Σχίσματος εἶναι ἡ ἄνευ ὅρου τινὸς ἐπιστροφὴ εἰς τὴν ἐξ ἧς ἐξέκλιναν Ὀρθοδοξίαν.
  4. Κατ’ οὐδέν, ἠδύνατο καὶ πρὸ τοῦ Σχίσματος, ὁ Πάπας νὰ κριθῆ ὑπέρτερος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, διότι, πλὴν ἄλλων, τὸ περὶ αὐτοῦ θρυλούμενον θέσπισμα τοῦ Κωσταντίνου εἶναι νόθον κατὰ τὰς ἁπάσας τὰς Οἰκουμενικὸς Συνόδους. Ἁπλῶς διαφορὰ τάξεως δηλαδὴ τυπική, ὑπάρχει, μὲ πρῶτον τῇ τάξει τὸν Ρώμης καὶ δεύτερον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εὑρισκομένους εἰς τὴν αὐτὴν σειράν, δεξιὰ ὁ Πάπας καὶ ἀριστερὰ ὁ Πατριάρχης καὶ ὄχι ἐμπρὸς ὁ Πάπας καὶ ὄπισθεν ὁ Πατριάρχης.

Ταῦτα, βεβαίως, θὰ ἴσχυον ἐὰν ὁ Ρώμης δὲν εἶχε καταστῆ αἱρετικὸς ἐκκλίνας τῆς μιᾶς καὶ μόνης, ἥν ἀφῆκεν ἐν τῇ γῇ, Ἐκκλησίας ὁ Ἀναστὰς καὶ Ἀναληφθεὶς εἰς Οὐρανοὺς Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Πάπας ἐξέκλινε. Ἔγινεν Αἱρετικός. Καὶ πᾶς ὁ ἐκκλίνων ΑΧΡΕΙΟΥΤΑΙ. Διὰ τοῦτο καὶ ἰσχύει καὶ διὰ τὸν Πατριάρχην μας ὁ ἀτέγκτως διαγορεύων Κανὼν «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος κ.λπ. αἱρετικοῖς συνευξάμενος, καθαιρείσθω, τί δὲ πλέον πράξας ΑΦΟΡΙΖΕΣΘΩ». Ἡ ἄρνησις ἐφαρμογῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐν ὥρᾳ κρίσεως θὰ εἶναι παροῦσα δι’ ΟΛΟΥΣ.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ

  1. Καὶ ἤδη εἰσερχόμεθα εἰς τὸ μέγα θέμα τῆς Ἑλλάδος καθ’ ἑαυτὴν καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως καὶ τὴν ὅλην ἀτμόσφαιραν καταρρεύσεως καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας της. Κατὰ τὸν ΛΗ Ἱερὸν Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: “Τὸν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν τεθέντα Κανόνα, καὶ ἡμεῖς παραφυλάττομεν, τὸν οὕτως διαγορεύοντα, εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ αὖθις καινισθείη, ΤΟΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙΣ ΤΥΠΟΙΣ, καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀκολουθείτω”. Καὶ ὁ Μέγας Φώτιος ρητῶς ἑρμηνεύων τὸν Κανόνα τοῦ­τον, ὡς καὶ τὸν πανομοιότυπον τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀνενδοιάστως ἀποφαίνεται «Τὰ θρησκευτικὰ εἴωθεν τοῖς πολιτικοῖς συμμεταβάλλλεσθαι». Αὐτὸ ἀφορᾶ καιρίως εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἑστιάζω ἐδῶ τὴν ἐπιμονήν μου.
  2. Παραβαίνει προκλητικῶς τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως τὸν Κανόνα τοῦτον, διατηροῦν κατακερματισμένη τὴν ἐνδοξοτέραν καὶ διεθνῆ τροφὸν ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ πρώτην, ἤδη, ὁμολογουμένως ὑπὸ πάντων, τῇ τάξει Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἀντικανονικῶς διακρατεῖ καὶ «ποιμαίνει» τὶς ἑτέρῳ, δηλ. τῇ Ἑλλάδι, ἀνηκούσας κανονικῶς ἐκκλησίας α) τῶν Νέων Χωρῶν β) τῶν νήσων τοῦ βορείου Αἰγαίου γ) τῶν Δωδεκανήσων δ) τῆς Κρήτης καὶ ε) τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐλευθερωθεισῶν ὅλων μὲ ποταμοὺς αἱμάτων τῶν Ἑλλήνων καὶ χωρὶς καμμίαν συνδρομὴν τοῦ Πατριαρχείου. Πάσας ταύτας τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑποχρεοῦται ἐκ τῶν Ἱερῶν Κανόνων νὰ ἀποδώση ἀμέσως στὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἐπὶ πολὺ ἐκράτησεν ὁ θανάσιμος κατακερματισμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐν ἀνάγκῃ νὰ προκληθῆ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, πραγματική, καὶ ὄχι ὡς «Ἁγία» καὶ «Μεγάλη», ὄντως μικροτάτη καὶ μὴ ἁγία; Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης διὰ τῆς παρουσίας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς καὶ ὄχι διὰ μικροῦ ἀριθμοῦ ἐξ ἑκάστης Ἐκκλησίας καὶ ψήφου μόνον ΕΝΟΣ ἐκ κάθε Ἐκκλησίας. Ἡ φροντὶς ταύτης πίπτει εἰς τοὺς ὤμους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ καὶ τῆς ἰδιοτελοῦς στάσεως τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς ἀπαραδέκτου, ἂν μὴ κατὰ τὴν Ἁγίαν Πίστιν μας κακοήθους ἀναγνωρίσεως καὶ ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν. Ταῦτα εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι καὶ τὸ Ἰσλὰμ «μονοθεϊστικὴ ἐκκλησία» εἶναι καὶ ἴσως ζητήσει, στὰ πλαίσια τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία μάχεται παντὶ σθένει τὸν ἐπάρατον Οἰκουμενισμόν. Περισσότερα περιττεύουν ἐδῶ.
  3. Σκέπτονται ὅλα αὐτὰ οἱ βαρβάρως προσβάλλοντες τὴν ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, ἥν κατέλιπεν ὁ Χριστός μας καὶ διετράνωσεν ἡ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως; Ἂς σκεφθοῦν ὀλίγον, τί τοὺς ἀναμένει ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, ἐνώπιον τοῦ ἱδρύσαντος καὶ ἀφιέντος ΜΟΝΟΝ ΜΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Καὶ ἀναφορικῶς πρὸς τὸ κινδυνεῦον θανασίμως Ἅγιον Ὄρος, ἂς ἀκουσθῆ ἀπὸ τὸν γράψαντα, ἠγαπημένον ἀνεψιὸν τῆς Γεραρᾶς Δρυὸς τούτου Γέροντος Θεοκλήτου τοῦ Διονυσιάτου καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη μέλους τοῦ Δ.Σ. τοῦ ΠΑΝ­ΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΦΙΛΩΝ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι πρέπει νὰ καταργηθῆ καὶ ἡ θεσπισθεῖσα διὰ πολιτικοὺς λόγους τὸ 1925 ὑπὸ τοῦ ἀσχέτου πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν τότε Πρωθυπουργοῦ συνταγματικὴ ὑπαγωνὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, ὑπαγόμενον ἀνέκαθεν εἰς τὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, μέχρι τοῦ 1345 μ.Χ. Καὶ βεβαίως, πάραυτα δέον νὰ καταργηθῆ καὶ ἡ Πρᾶξις 4 τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1928 καὶ νὰ ὑπαχθοῦν αἱ Νέαι Χῶραι στὴν Ἑλλάδα, αὐτονοήτως τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὰ ὁποῖα ἀπηλευθερώθησαν μὲ πολὺ αἷμα ἀπὸ τοὺς Ἱερολοχίτας μας. Τοῦτο εἶναι ἀναγκαῖον μετὰ τὴν ὀνομασίαν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων μὲ τὸ ὄνομα τῆς διαλαμψάσης Ἑλληνικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδος, νοτίως ἐκτεινομένης μέχρι Θεσσαλίας καὶ Ἀνατολικῶς συνορευούσης πρὸς τὴν μέχρι Ἐπιδάμνου (Δυρραχίου) διαλάμψασαν καὶ τὴν ἕδραν περιφανοῦς Μητροπολιτικοῦ Δικαστηρίου (Μανασσῆς, Ἅγιος Δαμασκηνὸς κ.λπ.) Μητρόπολιν Ναυπάκτου, εἰς ἥν ὑπήγοντο αἱ Ἐπισκοπαὶ Ἀετοῦ, Ρωγῶν, Φωτικῆς (ὁπόθεν καὶ ὁ Ἅγιος Διάδοχος) Δωδώνης, Βουθρωτοῦ καὶ Ἐπιδάμνου. Ὁ κίνδυνος διὰ τὴν Κεντροδυτικὴν Μακεδονίαν ἤδη ἤρχισεν ἐκδηλούμενος καὶ θὰ κλιμακωθῆ ἐπικινδύνως. Καὶ ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Ἐκκλησία της ὀφείλουν νὰ δώσουν κάθε μάχην, ὥστε ἡ Ἐκκλησία αὕτη νὰ ὀνομασθῆ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ». Καὶ οὐδὲν ἕτερον, πάντα δὲ ἀπαράδεκτος ἡ ἰδιοποίησις τοῦ ὀνόματος τῆς Ἑλληνικῆς, ἀνεξαρτήτως διελεύσεως δι’ αὐτῆς ἐναλλασσομένων κατακτητῶν, πόλεως τῆς Ἀχρίδος.

Σημ. “Ο.Τ.”:

Πολὺ ἐπιτυχημένα ὁ κ. Πελέκης καταδεικνύει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καὶ δὲν ὑπάρχει πρωτοκάθεδρος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καθὼς αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ὥρισαν δύο (Ρώμης – Κων/λεως) ὡς πρώτους κατὰ μόνην τὴν σειρὰν καὶ ὄχι βεβαίως, ὡς τονίζει, μὲ ἰδιαίτερα προνόμια. Ὡσαύτως, κατ’ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἡ ὀργάνωσις τῶν βυζαντινῶν ἐπαρχιῶν  ὡδήγησεν εἰς ἕξι Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἀπολύτως ἰσότιμοι μεταξὺ των. Σήμερα βεβαίως, ποὺ ηὐξήθησαν, ἐπληθύνθη καὶ ἡ ἰσότης πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἂς μελετήσουν λοιπὸν οἱ Προκαθήμενοι καὶ πάντες οἱ Ἱεράρχαι τὰ γραφόμενα ὑπὸ τοῦ κ. Πελέκη, ὥστε νὰ ἐπανέλθη τὸ ὀρθὸν ἐκκλησιαστικὸν φρόνημα.

 ορθόδοξος τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου