Ο καθένας μας έχει τις αναμνήσεις του για τους ανθρώπους και τα γεγονότα που στέλνει ο Θεός. Μου λείπουν αυτοί που συνάντησα στο δρόμο της ζωής. Όταν βλέπω ή μαθαίνω ότι κάποιος έχει ανάγκη, προσεύχομαι για αυτόν στον Θεό, επειδή σπάνια έχω δυνατότητα να βοηθήσω με κάτι ουσιαστικό. Όταν μιλάω με τους φτωχούς, προσπαθώ να δώσω σε αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν ξεσυνηθίσει την απλή ανθρώπινη ζεστασιά, τη φροντίδα και την έγνοια, τη δυνατότητα να ανοίξουν την ψυχή τους και να μοιραστούν μαζί μου αυτά που τους βασανίζουν.
Κοντά στην εκκλησία μας, στην κεντρική λεωφόρο, υπάρχει στάση λεωφορείου. Θυμάμαι πώς άλλαζε με τα χρόνια η εικόνα της. Κάποτε, είχε αναπτυχθεί εκεί έντονη εμπορική δραστηριότητα: την κάλυψαν με μεταλλικές κατασκευές, κάνοντάς την να μοιάζει με κατάστημα. Έφτιαξαν εκεί ράφια, έβαλαν πάνω τους φρούτα και λαχανικά. Η ατμόσφαιρα στη στάση είχε γίνει ζεστή, γιορτινή και όμορφη. Πέρασαν τα χρόνια, και το κατάστημα το έκλεισαν. Για μεγάλο διάστημα ήταν άδειο, με τα σιδερένια ράφια που μερικές φορές βόλευαν: οι άνθρωποι, για όση ώρα περίμεναν λεωφορεία, ακουμπούσαν εκεί τσάντες και άλλες αποσκευές.
Όμως, κάποια φορά, η στάση φιλοξένησε τον Ατσικό. Παλαιότερα ζούσε σε μια άλλη χώρα, δούλευε με τιμιότητα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Όμως, στα δύσκολα χρόνια των αναταραχών και των συγκρούσεων τον απέλασαν στην πατρίδα του. Όταν επέστρεψε, έμαθε ότι δεν έχει δικαίωμα να ζει στο σπίτι του. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι το σπίτι, χωρίς να το ξέρει ο ίδιος, το είχε πουλήσει η αδελφή του. Παρόλο που είχε και άλλους συγγενείς, πλούσιους και με κοινωνική υπόληψη, για κάποιο λόγο, αποφάσισε να μένει στο δρόμο. Ήταν έξυπνος και ανοιχτός για επικοινωνία άνθρωπος. Πού και πού μαθαίναμε νέες λεπτομέρειες για τον ίδιο και τη ζωή του. Όπως αποδείχτηκε, ήταν πολύ μορφωμένος. Ήξερε αγγλικά και παλαιότερα έβγαζε αρκετά χρήματα. Κάποιοι καλοί άνθρωποι του πρόσφεραν στρώματα και κουβέρτες και αυτός περνούσε τις μακρές χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες στη στάση, κάνοντας κρεβάτι πάνω σε ένα από τα ράφια. Την ημέρα οι καλόκαρδοι πωλητές από άλλα καταστήματα πρόσεχαν τα πράγματά του. Οι παππούληδες από την εκκλησία, όταν έμαθαν για τη συμφορά του, του σύστησαν να πάει σε μοναστήρι και να ζήσει εκεί. Όντως, πήγε εκεί, ζούσε για ένα διάστημα και βοηθούσε. Όμως, για κάποιο λόγο, ξανά και ξανά επέστρεφε στη στάση του. Ποιος ξέρει γιατί…
Εγώ, βλέποντας τη βαριά πονεμένη ζωή του, θλιβόμουν πολύ και δεν μπορούσα να επινοήσω για αυτόν κάποια βοήθεια. Και όλο σκεφτόμουν: μήπως να τον καλέσω να μείνει στο σπίτι μου; Το να αποφασίσω κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο. Εγώ, νέα γυναίκα, ζούσα σε σπιτάκι, τελείως μόνη με μικρά παιδιά, σε ένα έρημο τόπο, και ο έφηβος γιος μου αντιδρούσε έντονα στην ιδέα να μένει στο σπίτι μας ένας ξένος άνδρας. Όταν ξάπλωνα στο ζεστό κρεβάτι, για πολλή ώρα δεν με έπιανε ο ύπνος από τη θλίψη. Με πολλή θέρμη ζητούσα από τον Θεό να βοηθήσει αυτόν τον καημένο Ατσικό. Στα μάτια του διάβαζα έναν ανομολόγητο πόνο και βάσανα που έκαιγαν την καρδιά μου. Προσευχόμουν και για όλους τους φτωχούς και ταλαιπωρημένους που στερούνται φαγητό και στέγη.
Μερικές φορές, συναντιόμασταν κοντά στην εκκλησία και μιλούσαμε. Ήταν μια συνήθης συνομιλία δύο καλών γνωστών. Προσπαθούσα έστω με τον καλό λόγο να του ελαφρύνω τον ψυχικό του πόνο…
Μια φορά, του μίλησα με τρόπο, πόσο πολύ πονάει η ψυχή μου για αυτόν. Και εκεί το πρόσωπό του φωτίστηκε, και με ένα πολύ γλυκό και ζεστό χαμόγελο μου είπε: «Αυτή η συμπαράσταση και ο καλός ο λόγος σου μού δίνουν δυνάμεις να ζω και να τα υπομένω όλα». Τον ρώτησα πώς αντέχει την παγωνιά έξω, τη νύχτα. Μου απάντησε ότι έχει συνηθίσει και ότι ο Θεός του δίνει δυνάμεις. Πράγματι, ο Θεός τον φύλαγε και τον σκέπαζε εκείνο τον άγριο χειμώνα, έναν από τους πιο άγριους χειμώνες, τόσο ασυνήθιστους για τη νότια χώρα μας. Όμως, ήρθε η ώρα, και, μάλλον, είχε ωριμάσει η ψυχή του για τη συνάντηση με τον Θεό. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν ο Ατσικό την τελευταία του νύχτα, για ποιο πράγμα προσευχόταν, τι ζητούσε από τον Κύριο… Για τι Τον ευχαριστούσε… Τι έβλεπε…
Ο Ατσικό μας πέθανε τον Απρίλιο: πάγωσε μέχρι θανάτου, την άνοιξη, όταν στη Γεωργία σχεδόν δεν έχουμε παγωνιές τη νύχτα. Μνησθείη σου ο Κύριος εν τη Βασιλεία Αυτού!
Πέρασαν μήνες και στη στάση ήρθε να μένει ένας άλλος, ο Σέργιος. Είχε μαλώσει με την οικογένειά του, λόγω του αλκοολισμού, και αποφάσισε να μην επιστρέψει σπίτι. Ήταν μικρού ύψους και λεπτός, εξασθενημένος, τσακισμένος και πολύ αδύναμος. Συχνά, ίσα-ίσα που άντεχε να στέκεται δίπλα στην εκκλησία για να ζητάει ελεημοσύνη. Πολλοί του έφερναν φαγητό. Στη στάση, όπου ζούσε, πάντα υπήρχαν διάφορα τρόφιμα. Αλλά, μόλις που τα ακουμπούσε. Όταν μάζευε ένα αξιόλογο ποσό, το εμπιστευόταν για φύλαξη στις τίμιες πωλήτριες του διπλανού καταστήματος και όλο και ονειρευόταν να πάει να πλυθεί σε λουτρά, αλλά δεν είχε δυνάμεις. Οπότε, πιο πολύ απλώς καθόταν στη στάση, όπου κάποιοι του είχαν φέρει καναπέ. Τι να σκέφτεται ένας άνθρωπος, όταν ζει σε πλήρη μοναξιά μπροστά στα μάτια όλων; Τι να βίωνε η ψυχή του;
Για ποιο λόγο ο Κύριος έδωσε τέτοιο έλεος στον φτωχό μεθύστακα Σέργιο, να εξομολογηθεί ακριβώς πριν το θάνατό του;
Κάποτε, μετά τη Θεία Λειτουργία επέστρεφα σπίτι και ξαφνικά… είδα τα μάτια του Σεργίου. Ήταν εκπληκτικά μάτια! Κατάλαβα ότι νιώθει ανείπωτα άσχημα και ότι κανένας δε το βλέπει και δεν το καταλαβαίνει. «Δεν είσαι καλά;» - τον ρώτησα, όταν πλησίασα. Αυτός με κοιτούσε μόνο, χωρίς να έχει δυνάμεις για να μου απαντήσει. Κάποιοι άνθρωποι κάλεσαν το ΕΚΑΒ, και εγώ έτρεξα στην εκκλησία για να καλέσω τον παππούλη, ο οποίος αμέσως πήγε και άρχισε, ετοιμοθάνατο, να τον εξομολογεί. Για ποιο λόγο ο Κύριος έδωσε τέτοιο έλεος στον φτωχό μεθύστακα Σέργιο, να εξομολογηθεί ακριβώς πριν το θάνατό του; Με τι εξιλέωσε τις ενοχές του ενώπιον του Θεού και ανθρώπων, το γνωρίζει μόνο ο Κύριος, ο Οποίος την τελευταία στιγμή, μέσω του λειτουργού του δέχτηκε την ψυχή του. Πολλοί προσεύχονται, για χρόνια ολόκληρα, για να έχουν ένα τέτοιο τέλος στη ζωή τους και μια τέτοια μετάβαση στην αιωνιότητα. Είθε να μας αξιώσει ο Κύριος να εξομολογηθούμε στο κατώφλι της αιωνιότητας!
Ήμουν φίλη και με έναν άλλο νεαρό Σέργιο που ζητούσε ελεημοσύνη. Ήταν ψηλός, πολύ αδύνατος, ξανθός, όμορφος, ευγενικός, διακριτικός και πολύ καλός. Είχε συχνά πολύ δυνατούς πόνους και, για να τους πνίξει, έπινε. Όταν είχε, έπινε και παυσίπονα. Πολλοί ενορίτες ήξεραν την οικογένειά του. Έλεγαν ότι ήταν από καλή οικογένεια διανοούμενων και ότι η γιαγιά και ο παππούς ήταν σεβαστοί άνθρωποι. Όμως, η αρρώστια και η εσωτερική κατάσταση ανάγκασαν τον Σέργιο να ζει στο δρόμο και να ζητάει ελεημοσύνη. Είχε μέσα του πολλή λεπτότητα και ήταν κάπως ανυπεράσπιστος. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι πόνοι δυνάμωσαν τόσο πολύ που αυτός μόλις που τους άντεχε. Προσπαθούσα να του αγοράζω φάρμακα και να τον βοηθάω κάπως.
Μια φορά, όταν πήγα στην εκκλησία σε ώρα εκτός ακολουθίας, είδα ότι ο Σέργιος μιλάει με τον πνευματικό μου: ήθελε να εξομολογηθεί. Άθελά μου βρέθηκα μάρτυρας της εξομολόγησής του. Δοκίμασα έκπληξη που ένας άνθρωπος, που ζει στο δρόμο, ανάμεσα σε αυτούς που η κοινωνία θεωρεί ανθρώπους περιθωρίου, είχε τη μεγάλη επιθυμία να καθαρίσει την ψυχή του με μετάνοια. Η αμαρτία τον βάραινε πολύ και έψαχνε συγχώρεση από τον Θεό. Ο Σέργιος εξομολογήθηκε και, λίγες μέρες μετά, έμαθα από τους ανθρώπους ότι ο Κύριος τον πήρε μαζί του.
Για πολλά χρόνια, στις πύλες του μοναστηριού μας στεκόταν ακόμα ένας φτωχός, τον οποίον σχεδόν κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, εκτός από τις αδελφές μοναχές. Είχε πολύ ελεεινή εμφάνιση. Αδύνατος, κοντός, αλλήθωρος, με κόκκινο, λίγο πρησμένο πρόσωπο. Ήταν άρρωστος με επιληψία. Έπινε και δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το καταστροφικό του πάθος. Κάποτε, είχε οικογένεια. Είχε και κόρη που δεν την ξεχνούσε. Του άρεσε πολύ να μιλάει μαζί μου. Έβλεπε την φιλική μου διάθεση προς αυτόν και έλαμπε μέσα του. Άρχιζε να μου μιλάει για τις δουλειές και τα προβλήματά του, ρωτούσε πολλά, με κάθε λεπτομέρεια και με ενδιαφέρον. Έστω, για ένα διάστημα ήταν ευτυχισμένος με την εγκάρδια συμπαράσταση ενός άλλου ανθρώπου. Πάντα χαιρόταν πολύ, όταν με έβλεπε. Ρωτούσε με έγνοια για τις δουλειές μου, προσπαθούσε να μου δίνει χρήσιμες συμβουλές, να μου εύχεται και να με παρηγορεί. Είχαμε μια ιδιαίτερη φιλία, που βασιζόταν στην ειλικρινή έγνοια και την επιθυμία, έστω στα λόγια, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον.
Ο παππούλης τον βάπτισε και αυτό πλημμύρισε τον καημένο με παιδική χαρά. Με αυτή τη χαρά πέρασε στην αιωνιότητα
Περνούσαν μήνες και η ασθένεια όλο και πιο πολύ τον κλόνιζε. Τελείως βασανισμένος από τις κρίσεις της ασθένειάς του, προσπαθούσε να μου κρύψει ότι πίνει. Γνωρίζοντας ότι στεναχωριέμαι πολύ, όταν τον βλέπω να πίνει, προσπαθούσε να με πείσει ότι το είχε κόψει… Και εγώ, βλέποντας ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, θερμά προσευχόμουν για αυτόν στον Θεό, επειδή μόνο ο Θεός έχει τη δύναμη να αλλάξει και να θεραπεύσει τον άνθρωπο. Σχεδόν πριν το τέλος του, αποφάσισε να βαπτιστεί. Ο παππούλης τον βάπτισε προς τιμήν του προφήτου Μωυσή και αυτό πλημμύρισε τον καημένο με παιδική και ειλικρινή χαρά. Με αυτό το συναίσθημα της χαράς έζησε για λίγο ακόμα και με αυτήν πέρασε στην αιωνιότητα.
Ήξερα ακόμα μια φτωχή που καθόταν στο δρόμο προς μια άλλη εκκλησία, κοντά σε μετρό. Με εξέπληξε ότι αυτή, μια άρρωστη μεγάλη γυναίκα, ήταν ξαπλωμένη στην κουβέρτα έξω στον κρύο δρόμο τόσο που από τη στέγη, να πέφτει πάνω της νερό από τους σταλακτίτες που έλιωναν… Δεν μπορούσα να την προσπεράσω, μίλησα μαζί της και έμαθα ότι έχει κάποιον να την προσέχει. Μου είπε ότι έχει σπίτι και ζει μαζί με κάποιους δικούς της ανθρώπους, αλλά ότι δεν έχουν καθόλου τα μέσα για να ζήσουν. Οι άνθρωποι στην πόλη μας είναι, δόξα τω Θεώ, πολύ εύσπλαχνοι και, όταν βλέπουν στο δρόμο έναν άνθρωπο που περνάει δύσκολα, του φέρνουν ό, τι μπορούν: άλλος φαγητό άλλος χρήματα. Με ειλικρίνεια μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όταν κάθεται εκεί στο δρόμο μέρες ολόκληρες, τότε συγκεντρώνει χρήματα και για φαγητό και για άλλες ανάγκες. Και ότι αν μείνει στο σπίτι, τότε πάλι δε θα έχουν με τι να ζήσουν. Και σκέφτηκα, πόσο σκληρά και βάναυσα βγάζει αυτά τα χρήματα που της προσφέρουν ο Θεός και οι άνθρωποι! Και ποιος από μας, άραγε, προστατεύεται από τις απρόβλεπτες συμφορές στη ζωή; Και έχω τη βεβαιότητα ότι τότε ο Χριστός βρίσκεται διαρκώς πλάι στον άνθρωπο και τον οδηγεί μέσα από άγνωστα μονοπάτια και που δεν είναι ορατά σε μας. Ο Σωτήρας κοιτάζει προσεκτικά όχι μόνο στην καρδιά του πάσχοντος, αλλά και στις καρδιές όλων αυτών που τον βλέπουν και τον γνωρίζουν, όλων αυτών που βρίσκονται δίπλα του ή και που τον προσπερνούν αδιάφορα.
Ταμάρα Μανελασβίλι
Μετάφραση για την πύλη pravoslavie: Αναστασία Νταβίντοβα
Pravoslavie.ru
Άγιο Όρος, Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρα: Η ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (με γράμματα).
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=mmJun-Ih1R0