(Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ξανὰ καὶ ξανὰ ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ μιλῶ γιὰ τὴν Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τὴν ἱστορία τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, καὶ κάθε φορὰ παρατηρῶ πόσο εὔκολο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα –ὄχι πραγματικά, ἀλλὰ φανταστικὰ – νὰ ταυτιστῶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, τὸν τελώνη ποὺ στάθηκε συντετριμμένος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, ἀνίκανος ἀκόμα καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ, ἢ μὲ τὸν Ἄσωτο Υἱό, ποὺ παρὰ τὴν βαριὰ ἁμαρτία του, τὴν ἀπίστευτη ἀναισθησία, τὴν σκληρότητά του, βρῆκε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ ἑστία.
Ἀλλὰ πόσο σπάνια μὲ συγκίνησε, ἔστω βιαστικά, ἡ μοίρα τοῦ Φαρισαίου, ἀπὸ τὴν μοίρα τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ – ὅμως ὁ Θεὸς δὲν καταδίκασε κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Εἶπε γιὰ τὸν τελώνη: Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πῆγε στὸ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο ἐλεημένος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Δὲν εἶπε ὅτι ὁ Φαρισαῖος πῆγε χωρὶς νὰ τὸν συνοδεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε τὴν πίστη του, τὴν αἴσθηση τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὸ καθῆκον.
Καὶ πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό. Ὅλη τὴ ζωὴ του εἶχε ζήσει στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα, ὅλη τὴ ζωὴ του μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ πατέρα του –εἶχε δουλέψει σκληρά, μὲ πίστη, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ δίνει σημασία στὴν κούραση, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμιὰ ἀνταμοιβή, γιατί αἰσθανόταν ὅτι ἔκανε τὸ σωστό. Στὴν πραγματικότητα ὑστεροῦσε σὲ κάτι: τοῦ ἔλειπε ἡ ζεστασιά, ἡ τρυφερότητα, ἡ χαρὰ γιὰ τὸν πατέρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐντυπωσιάζει τόσο σ΄ αὐτὸν – ἡ πίστη του· παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ καρδιά του δὲν ἦταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔλαβε καμιὰ φανερὴ ἀνταμοιβὴ ἢ ἀναγνώριση παρέμεινε πιστὸς κι ἐργαζόταν σκληρά.
Πόσο σκληροὶ εἴμαστε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τοῦ ἀξίζει λίγη ἀπ’ τὴν συμπάθειά μας· ἀλλὰ πόσο λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς μποροῦν νὰ εἶναι τόσο πιστοί, τόσο τέλεια καὶ σταθερὰ ὑπάκουοι στὸ κάλεσμα τοῦ καθήκοντος ὅπως αὐτὸς ὅταν δὲν βρίσκουμε ἀνταπόδοση, ὅταν δὲν ἀκοῦμε ἕναν ἐνθαρρυντικὸ λόγο, ὅταν δὲν παίρνουμε τὴν παραμικρὴ ἀμοιβὴ ὅπως ἔκανε ὁ πατέρας ὅσον ἀφορᾶ τὸν μεγαλύτερο υἱό, ἐπειδὴ οἱ γύρω μας, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐξυπηρετοῦμε, ποὺ δουλεύουμε σκληρά, ποὺ τὸ συμφέρον τους βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, τὸ θεωροῦν δεδομένο. Δὲν εἶναι φυσικό; Δὲν εἶναι γιός μου; Δὲν εἶναι πατέρας μου; Δὲν εἶναι ἀδελφός μου; Σύζυγός μου; Φίλος μου; Δὲν σημαίνουν ὅλα αὐτὰ μία συνολικὴ δίχως ὅρια ἀφοσίωση ποὺ εἶναι ἡ δική του ἀνταμοιβή;
Πόσο σκληροὶ γινόμαστε συχνὰ στοὺς γύρω μας ποὺ τοὺς βάζουμε στὴν θέση τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ- ποὺ ποτὲ δὲν ἀναγνωρίζουμε καὶ ποὺ πάντοτε περιμένουμε νὰ κάνουν τὸ σωστό, ἀδιαμαρτύρητα καὶ τέλεια.
Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶχε ζεστὴ καρδιά, εἶχε ἐπιστρέψει μὲ ραγισμένη καρδιά, ἕτοιμος νὰ ἀλλάξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος μποροῦσε μοναχὰ νὰ συνεχίσει, νὰ περπατήσει τὴν πικρὴ πορεία του μὲ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη πίστη του· ἐκτὸς ἂν ἀντιμετωπίζοντας τὴν συμπόνια τοῦ πατέρα, ἐκτὸς ἂν καταλάβαινε τί σήμαινε ὅτι ὁ μικρότερος ἀδελφός του ἦταν στὴν πραγματικότητα νεκρὸς καὶ ξανάζησε, ὅτι εἶχε ἀληθινὰ χαθεῖ καὶ βρέθηκε.
Ἂς σκεφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ὅλοι κάποιον γύρω μας ποὺ τοῦ φερόμαστε μὲ τὴν ἴδια ψυχρότητα, ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶχε ὁ μεγαλύτερος υἱός, ἀλλὰ ὅλοι μας ἔχουμε κάποιον πρὸς τὸν ὁποῖο φερόμαστε ἐξίσου περιφρονητικὰ καὶ σκληρὰ ὅπως φερόταν ὁ μεγαλύτερος υἱὸς στὸν μικρότερο ἀδελφὸ ποὺ εἶχε ξεγράψει, ποὺ δὲν ἦταν ἀδελφὸς γιὰ κεῖνον· ποὺ εἶχε φανεῖ ἀγνώμων πρὸς τὸν πατέρα, ποὺ ἦταν ἀσυγχώρητος. Κι ὅμως, ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πατέρας, τὸ θύμα τῆς ἀπόρριψης τοῦ υἱοῦ του, τὸ θύμα τῆς ἐλαφρόμυαλης συμπεριφορᾶς του, τῆς σκληρότητάς του, ποὺ τὸν συγχώρησε τρυφερὰ καὶ ὁλόψυχα.
Ἂς βροῦμε τὴ θέση μας σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ καὶ ὄμορφη παραβολὴ γιατί τότε ἴσως βροῦμε τὸν δρόμο μας, εἴτε παρότι ὁ καθένας πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος γιός, μολονότι λιγότερο τοῦ καθήκοντος, πολὺ λιγότερο τίμιος, πολὺ λιγότερο ἀφοσιωμένος στὶς μέριμνες τοῦ πατέρα, στοὺς φίλους, στοὺς συγγενεῖς· ἢ ἴσως μποροῦμε ν΄ ἀνακαλύψουμε στὴν καρδιὰ μας μιὰ δημιουργικὴ συμπάθεια γιὰ τὸν μικρότερο γιὸ καὶ νὰ μάθουμε πρῶτα ἀπ’ αὐτὸν ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάσταση ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια, μιὰ μεταστροφὴ καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας τουλάχιστον – ὁ Θεὸς- καὶ προφανῶς ἕνα πρόσωπο ἢ πολλά, ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ μᾶς δεχθοῦν, νὰ μᾶς ἀπολυτρώσουν, νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξεκινήσουμε μαζὶ μιὰ νέα ζωὴ – μὲ τὸν πατέρα, τὸν νεότερο καὶ τὸν μεγαλύτερο υἱό. Ἀμήν.
Ἀπόδοση στὰ νεοελληνικά: agiazoni
Φώτισον τὸ σκότος μου τοῦ νοός, Σῶτερ φωτοδότα, ἵνα ἔλθω εἰς ἐμαυτόν, καὶ ἐν μετανοίᾳ, εἰς οἶκον πατρικόν σου, ὁ τάλας ἐπιστρέψω, ὅθεν ἐμάκρυνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήἍπαντα τὸν βίον μου ὁ πτωχός, ἐσκόρπισα Σῶτερ, ζῶν ἀσώτως καὶ ἀμελῶς· ὅθεν σοι προσπίπτω, ἐν πόνῳ τῆς καρδίας, αἰτῶν ἐν ταπεινώσει, σὸν θεῖον ἔλεος.
Νῆψίν τε καὶ σύννοιαν ἐντελῆ, καῦσιν τῆς καρδίας, εὐκατάνυκτον λογισμόν, πνεῦμα μετανοίας, ἀγάπης δόσιν θείας, δακρύων τε ῥανίδας, Σῶτερ παράσχου μοι.
Ἦχος β´. Οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ.
Σπεῦσόν μου ὦ ψυχή, εἰς οἶκον πατρικόν σου, θερμῇ ἐν μετανοίᾳ, λαβεῑν τὴν σωτηρίαν, παντὸς ἐκ παραπτώματος.