Τα παλιά, πέτρινα σπίτια εκπέμπουν μια ιδιαίτερη γοητεία, λες και κρατάνε μέσα τους μυστικά και ιστορίες, σαν να ναι έτοιμα να διηγηθούν ένα παρελθόν μισοξεχασμένο…
Τα σπίτια στο χωριό παλαιότερα ήταν μονώροφα και αργότερα διώροφα. Στο 1ο επίπεδο ήταν το κατώι όπου παλαιοτέρα σταβλίζονταν τα ζώα και στο 2ο επίπεδο ο χώρος της κατοικίας.
Επίσης υπήρχε εξωτερικός ξυλόφουρνος πέτρινος.Από πίσω ήταν χτισμένα μέχρι την επιφάνεια της γης και λίγο πιο επάνω με πέτρα και από το σημείο αυτό ως τη στέγη με χειροποίητα αφουρνάριστα τούβλα που συνήθως ονομάζονται πληθιά.
Οι στέγες των σπιτιών ήταν σκεπασμένες με ημισωληνωτές κεραμίδες . Το εξωτερικό μέρος των σπιτιών ήταν γυμνό χωρίς σουβά για αυτά τα λασπαχυρότουβλα που ορθώνουν τους τοίχους, τρίβονταν με την πάροδο του χρόνου από τις αλλεπάλληλες βροχοθύελλες που ξεσπούσαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, της άνοιξης και του φθινοπώρου. Το εσωτερικό των σπιτιών σχετικά περιποιημένο.
Τα δωμάτια υποδοχής καθώς και τα άλλα στρώνονταν με ψάθες και αργότερα τα περισσότερα σπίτια στρώνονταν με όμορφα χαλιά που η ίδια νοικοκυρά ύφαινε στον αργαλειό της κατά την εποχή του χειμώνα τότε που κοπιάζει πια η εξωτερική εργασία . Όσο για τα έπιπλα τα σπουδαιότερα ήταν: μία άρκλα (ντουλάπα) για προφύλαξη των φαγητών, μια στρογγυλή τάβλα αντί για τραπέζι φαγητού και τρία, τέσσερα σκαμνάκια για τους επισήμους γιατί οι σπιτικοί κάθονταν πάντοτε σταυροπόδι στην ψάθα.
Τα σκεύη ήταν σχεδόν όλα από ξύλα εκτός από τις κατσαρόλες που ήτανε χάλκινες . Τα πιάτα και τα κουτάλια ήταν τα περισσότερα ξύλινα . Ονομαστή από τα ξύλινα πιάτα ήταν η τουρνευτή (καυκιά) που έτρωγαν την τσιγαριστή φασολάδα και την νόστιμη σκορδαλιά τα μεσημέρια ή στο σπίτι ή στα χωράφια.
Το τουρνευτό επίσης κλειδοπίνακο που βρισκόταν σε πολλά σπίτια στον κάμπο που η νοικοκυρά έβαζε λίγο τυρί και μερικές ελιές, τα ασφάλιζε καλά και με λίγο ψωμί στον τρουβά ( ταγάρι) τα έστελνε για πρωινό ή για απογευματινό στο νοικοκύρη και στα παιδιά της με το τσαπί στο χέρι δούλευαν για το τίμιο ψωμί.
Λεγόταν και κονάκι
Ξενόφερτοι, στα περισσότερα μέρη, οι χτιστάδες. Ονομαστοί στο είδος αυτό κυρίως οι Ηπειρώτες και οι Λαγκαδιανοί. Δουλεύανε συντροφικά και κουβαλούσαν μαζί τους κι όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη δουλειά τους. Σε κάθε χωριό που πήγαιναν, δεν έχτιζαν μόνο ένα σπίτι, γι’ αυτό και η εργασία τους ήταν ομαδική.
Έφερναν μαζί τους και αρκετά ζώα (κυρίως μουλάρια), για να κουβαλούν τον ασβέστη από το καμίνι, την άμμο από τις ποταμιές, την πέτρα για την τοιχοποιία την κουβαλάγανε από τα νταμάρια που δουλεύανε οι φουρνελατζήδες, το νερό από τα πηγάδια ή τις δημόσιες βρύσες και γενικά για όλες τις απαραίτητες εργασίες.
Στο άνοιγμα των θεμελίων απαραίτητο ήταν το σφάξιμο του κόκορα και στην περίπτωση που ο νοικοκύρης ήτανε πιο εύπορος, τότε αντί για κόκορα σφάζανε αρνί (πολύ παλιό έθιμο). Όταν ολοκληρωνόταν η οικοδομή, σε πολλά μέρη, όλοι οι συγγενείς κι οι φίλοι κρέμαγαν ένα μαντίλι (συνήθως μεταξωτό). Αυτά τα έπαιρναν οι χτίστες. Ήταν δίπατα. Χτισμένα τα περισσότερα με πέτρα, ξύλο ή και με πωρόλιθο. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι πλίθες (για τα φτωχόσπιτα) και τα τούβλα (για περισσότερο ευκατάστατους). Η στέγη με πλάκες πέτρας, τσίγκο ή κεραμίδια, είχε μεγάλη κλίση, για τα χιόνια και τις βροχές και προεξείχε πολύ πάνω από τις προσόψεις.
Το πάνω πάτωμα (1ος όροφος) το ανώι και το κάτω (ισόγειο) το κατώι. Το ανώι είχε 2-3 δωμάτια και προοριζόταν για τη διαμονή της μεγάλης (συνήθως) αγροτικής οικογένειας ή για φιλοξενία για κάποιους επισκέπτες (ο Δοξάτος όπως το έλεγαν στην Καστοριά) . Δύο μεγάλα δωμάτια κι ανάμεσά τους ένα μικρό.
Το ένα από τα 2 μεγάλα ήταν το σαλόνι
του σπιτιού, με σανιδένιο πάτωμα. Το μικρό, ανάλογα με τις ανάγκες της
οικογένειας, άλλαζε χρήση. Το άλλο μεγάλο δωμάτιο ήταν το πρόχειρο (με
διάφορες τοπικές ονομασίες), αλλά και το πιο σημαντικό. Από εκεί ήταν
και η κύρια είσοδος στο σπίτι. Όλη η λάτρα του σπιτιού, γινόταν στο
πρόχειρο δωμάτιο. Επίσης εδώ δέσποζε το τζάκι, το πιο πολύτιμο μέρος
(ίσως) σε μια αγροτική κατοικία. Μόνιμη παρουσία στο τζάκι η πυροστιά ή
σιδεροστιά, ένας κυκλικός ή τριγωνικός μεταλλικός τρίποδας.
Αποτελούσε το βασικό εργαλείο της
νοικοκυράς, γιατί πάνω σ’ αυτό έβαζε κάθε κουζινικό σκεύος (π.χ. τηγάνι,
τέντζερη, τσουκάλι, ταψί, σκάρα) για να ετοιμάσει το φαγητό. Τα
βοηθητικά όργανα, εκεί κι αυτά. Η μασιά, για να ανακατεύουν τα κάρβουνα
κι η τσιμπίδα, για να τα πιάνουν όταν σκόρπαγαν. Ο χώρος στο γείσωμα του
τζακιού ήταν πολύ χρήσιμος για τη νοικοκυρά, που τον αξιοποιούσε με τον
καλύτερο τρόπο. Εκεί πάνω τοποθετούσε πράγματα αμέσου χρήσεως.
Μια σειρά από πήλινα βάζα, στα οποία έβαζε το αλάτι, τη ρίγανη, το αλεύρι για το τηγάνισμα, το τσάι του βουνού ή τη φασκομηλιά κι ότι άλλο την εξυπηρετούσε. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πολλά ξύλινα ράφια για τα χαλκώματα και τα τσουκάλια.
Επίσης πολλά καρφιά στους τοίχους, όπου κρέμαγε πολλές πάνινες σακούλες με τρόφιμα όπως τραχανά, χυλοπίτες, μπουλουγούρι, κριθαρένια παξιμάδια, σταφίδες και άλλα. Πάνω ψηλά, κρεμασμένη στα δοκάρια της σκεπής, μια πλατιά τάβλα, μήκους περίπου 2 μέτρων, που πάνω εκεί έβαζαν όλα τα καρβέλια μετά από το ξεφούρνισμα και τα σκέπαζαν μ’ ένα στενόμακρο πανί.
Σ’ ένα άνοιγμα στον τοίχο, που είχε
μετατραπεί σε ντουλάπι με εσωτερικά ράφια, τοποθετούσαν όλα τα πιατικά,
τα μαχαιροπίρουνα, τα κουτάλια, τις κούπες και τα ποτήρια.
Σ’ άλλο ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπήρχε
θέση για το βαρελάκι με το πόσιμο νερό από την κεντρική βρύση του
χωριού, απ’ όπου το κουβάλαγαν. Σε μια άκρη του δαπέδου υπήρχε μια
μεγάλη στάμνα με το νερό της λάτρας και στη σειρά μικρότερες στάμνες –
κιούπια – διαφορετικού μεγέθους για τη γλίνα, τη ντομάτα και το
πετιμέζι. Στον τοίχο κρεμασμένος κι ο σοφράς ή τάβλα, ένα χαμηλό
τραπέζι, συνήθως στρογγυλό, ύψους 20 εκατοστών. Την ώρα του φαγητού το
ξεκρέμαγαν και κάθονταν όλοι τριγύρω σε σκαμνάκια.
Η σάλα του σπιτιού δεν πολυπατιότανε. Προοριζόταν για τους μουσαφίρηδες. Οι πλούσιες οικογένειες είχαν σιδερένια κρεβάτια, ενώ οι φτωχοί είχαν ξύλινες σανίδες για να μπαίνει πάνω το στρώμα, συνήθως από άχυρο.
Σ’ αυτό το δωμάτιο, αριστερά της εισόδου και πάνω ψηλά δέσποζε το εικονοστάσι, με τις εικόνες και τα στέφανα των νοικοκυραίων.
Πιο πέρα, ο μεγάλος γιούκος με όλα τα
στρωσίδια καλοδιπλωμένα και τοποθετημένα προσεκτικά το ένα πάνω στο
άλλο. Βελέντζες, μπατανίες, χράμια και το πάπλωμα για τους επισκέπτες,
όλα σκεπασμένα με μια μεγάλη φανταχτερή μπατανία. Ντουλάπα με τη
σημερινή μορφή δεν υπήρχε. Τα ρούχα της οικογένειας βρίσκονταν σε ένα
παραπέτασμα κρυμμένα με μια μπατανία κι αυτά. Σ’ ένα μπαούλο (φορτσέρι,
σεντούκι), κλειδώνονταν αντικείμενα κάποιας αξίας, αχρησιμοποίητος
ρουχισμός & πολλές φορές τα γλυκά του σπιτιού.
Ένα μεγάλο τραπέζι στο μέσο του δωματίου,
σκεπασμένο μ’ ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο, και γύρω-γύρω καρέκλες.
Κυρίαρχη θέση πάνω στο τραπέζι ή στον τοίχο κρεμασμένη, είχε η λάμπα
πετρελαίου (λουσέρνα), που άναβε στη κυριολεξία με το σταγονόμετρο καθώς
το πετρέλαιο ήταν πολύ ακριβό για τα δεδομένα της εποχής.
Στην πρόσοψη του σπιτιού δέσποζε η λόντζα, χαγιάτι ή το λιακό, ένα είδος βεράντας που αποτελούσε και την είσοδο στο ανώι. Ανάλογα με το ύψος της οικοδομής ήταν και το ύψος της σκάλας για τη λόντζα.
Το κατώι προοριζόταν κυρίως για τα ζώα. Η χρησιμότητά τους ήταν μοναδική. Ήτανε λοιπόν επόμενο να τα φροντίζουν πολύ. Για τον ίδιο λόγο, η απώλεια κάποιου ζώου, αποτελούσε βαρύ πλήγμα για την οικογένεια που το έχανε. Αν κάποια οικογένεια δεν μπορούσε να φτιάξει δίπατο σπίτι, τότε για τα ζώα κατασκεύαζε ένα καλυβάκι. Δεμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε το ένα να μην ενοχλεί το άλλο. Σε κάποιο χώρο έβαζαν το άχερο, τη βρώμη και το σανό. Ένα μικρό τμήμα του κατωγιού τον χρησιμοποιούσε η οικογένεια το χειμώνα. Στο κατώι υπήρχε επίσης το βαγένι με το κρασί, και στον τοίχο κρεμασμένες οι πλεξούδες με τα κρεμμύδια και τα σκόρδα.
Για 2 ζώα υπήρχε ξεχωριστός χώρος. Ο
λώζος για το γουρούνι και το κοτέτσι για τις κότες. Μάλιστα, για να μην
ξενογεννάνε οι κότες, μέσα στο κοτέτσι τους έφτιαχναν ένα ειδικό χώρο κι
εκεί απαραιτήτως έβαζαν ένα αβγό, το φώλι ή φώλο, για να το βλέπει και
να μπαίνει η κότα να γεννήσει εκεί. Και στον λώζο και στο κοτέτσι,
απαραίτητη η κορύτα γεμάτη με νερό.
Στην αυλή, τέλος, αποθηκεύονταν σε ντάνες (τρακάδες) τα ξύλα και τα κλαριά για τις ανάγκες του σπιτιού.
Σε κάποιο σημείο δέσποζε ο φούρνος, απαραίτητος για κάθε σπίτι κι αυτό γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε έτοιμο ψωμί, ούτε επαγγελματίας φούρναρης.
πηγή
Ελλαδάρα , όχι Ελλαδίτσα. Ελλαδάρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαλαιά λέγανε : Σπίτι όσο χωρείς, κτήμα όσο θωρείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα, ένεκεν της τομαροφιλίας μας, έγινε σπίτι τρίπατο όσο θωρείς, - γι αυτούς που μπορούν, - και κτήμα χωρίς.
Γίναμε εξαρτημένοι στα γρανάζια άλλων, στα σούπερ μάρκετ. Γι αυτό έρχεται το σβήσιμο, αν δεν αποκτήσουμε αυτάρκεια.
Πείτε στον αρθρογράφο ότι τόση νοσταλγία για κάτι που δεν έζησε είναι αστεία. Εάν, με κάποιο τρόπο, μεταφερόταν σε αυτό που τόσο του λείπει αν και δεν το έζησε, δεν θα άντεχε ούτε 24 ώρες. Η ντελικάτη μύτη του θα έκλεινε με μανταλάκι από τη βρώμα των ζώων στο κατώι, το λευκό ευαίσθητο δερματακι του θα υπέφερε από τους ψύλλους και τα τσιμπούρια (επίσης από τα ζώα στο κατώι), τα καλοισιασμενα κόκκαλα του δεν θα μπορούσαν να αναπαυτουν στα (ο Θεός να τα κάνει !) στρώματα, το κρύο εντός του σπίτου θα ήταν αφόρητο για το μαθημενο στους 21+ σωματακι του και το φαγητό θα έπρεπε να το φτιάξει εξ ολοκλήρου ο ίδιος, καθότι σούπερ μάρκετ δεν υπήρχε και ντελιβερι με...γαιδαρους δεν είχε εφευρεθεί. Καλή η εξιδανίκευση αλλά... ποιον κοροϊδεύουμε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλήθειες λές άνθρωπέ μου !
ΔιαγραφήΑντί το χωριό νά εκσυγχρονιστεί εγκαταλείφθηκε στην ερήμωση . Σήμερα δεν είμαστε φιλόπονοι αλλά οκνηροί και αμαθείς . Μπορεί νά γνωρίζουμε πολλά , αλλά δεν γνωρίζουμε την πρωτογενή ζωή . Αυτό ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος το έλεγε " η τέχνη της ζωής " . Όλα ξεκινούν απο την παιδεία , που βγάζει παιδιά του σωλήνα . Η ΥΓΕΙΑ εξασφαλίζει το ζήν και η παιδεία το ευ ζην . Χτυπήθηκαν και τα δύο . Λείπει το όραμα . Τί είναι αυτό που δεν λείπει ! Τα πάντα μας λείπουν . Σε όλα είμαστε ελλιπείς .
Ούτε εγώ βέβαια θα άντεχα, μεγαλωμένος σε πολυκατοικία γαρ. Κατανοώ τη νοσταλγία για μία αυτάρκεια, χαμηλών ταχυτήτων ζωή και δυσευρετων πλέον αξιών, αλλά η νέες γενιές δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Επιπλέον, κάποιες από τις αξίες μπορείς να τις φέρεις μέσα σου και να τις βιώνεις καθημερινά και σήμερα, δεν χρειάζεται να γυρίσεις στη ζωή του '50 ή του '30.
ΔιαγραφήΕγώ έζησα σε περίπου τέτοιο σπίτι μέχρι τα δέκα μου . Άν και δεν υπήρχαν ζώα στο κατώι --τό σπίτι ήταν δίπατο , μέ εξωτερικό δωματιάκι , που φιλοξενούσε τον φούρνο -- παρ' όλα αυτά η ζωή ήταν πολύ σκληρή . Χωρίς ρεύμα , χωρίς νερό , νά κουβαλάς το νερό απο το πηγάδι , οι γυναίκες δούλευαν σαν είλωτες , ομοίως και οι άνδρες . Ούτε λόγος για σχολείο και μόρφωση . Στην καλύτερη περίπτωση μέχρι το δημοτικό , άλλωστε ήταν υποχρεωτικό . Ας αφήσουμε την επικοινωνία και τα μέσα μεταφοράς . Οι γεωργοί ίδρωναν για νά καλλιεργήσουν τη γή . Τα σημερινά τρακτέρ και αγροτικά αυτοκίνητα ούτε σε όνειρο . Είχε βέβαια η ζωή και την ευχάριστη πλευρά παρ' όλη την δυσκολία της . Το χωριό ήταν μία πλήρης κοινότητα σε μικρογραφία μέ μιά ολοκληρωμένη κοινωνικότητα . Δεν της έλειπε τίποτα και οι άνθρωποι ανέπτυσσαν την πλήρη κοινωνική αντίληψη . Κατ' εξοχήν οι άνθρωποι ήταν ηθικοί και τίμιοι , υπήρχε όμως και ο πλεονέκτης και άρπαγας που δημιουργούσε τα μίση και τα σκάνδαλα . Υπήρχε ο κωμικός , που σκάρωνε ιστορίες , πειράγματα και ανέκδοτα . Σε κάθε χωριό θα υπήρχε μία ή περισσότερες γυναίκες πρός εξυπηρέτηση του ανδρικού πληθυσμού , που τις έλεγαν " ψυχόπονες " ! Κοινωνικό λειτούργημα και αυτό ! Το σπουδαιότερο υπήρχε αλληλεγγύη και περηφάνια μέ την καλή έννοια . Άν και οι άνθρωποι ήταν φτωχοί είχαν αρχοντιά . Οι γυναίκες υπομονετικές και σεβαστικές . Πλούσιοι και φτωχοί είχαν το ίδιο σέβας , δεν τους χώριζε τίποτα , άλλωστε ζούσαν περίπου όλοι το ίδιο. Έχω ακούσει οτι σε άλλα χωριά , όπως του Πηλίου , οι πλούσιοι περπάταγαν σε ξεχωριστούς δρόμους , που απαγορευόταν νά περπατήσουν οι φτωχοί !
ΔιαγραφήΤα παιδικά μας χρόνια είναι η πατρίδα μας . Όμως αυτά έφυγαν ανεπιστρεπτί . Σήμερα υπάρχουν όλα τα μέσα για νά ζούνε και στο χωριό οι άνθρωποι μέ καλές συνθήκες . Εξακολουθεί όμως το χωριό νά μήν είναι για τους ντελικάτους . Δεν αξίζει νά ζεί κανείς στο χωριό μέ αστικό τρόπο ζωής . Είναι αλήθεια οτι κάποιοι άνθρωποι , που πήγαν νά ζήσουν σε χωριό παρακινούμενοι απο ένα ρομαντισμό , όταν είδαν την γλύκα λάκισαν .
Όπως λέτε μπορούμε νά ζούμε και στην πόλη φέροντας μέσα μας κάποιες αξίες , ακόμα και την αυτάρκεια όσο γίνεται .
Νά συμπληρώσω , το πλέον ακανθώδες θέμα είναι ,οτι το χωριό ταυτίζεται στο μυαλό μας μέ την απαιδευσία ως πρός τα γράμματα . Είναι ακανθώδες γιατί αργά ή γρήγορα θα φέρει τον νέο άνθρωπο ,ενδεχομένως και όλη την οικογένεια , στην πόλη . Και ύστερα η επιστροφή είναι πολύ δύσκολη . Ο π. Αθανάσιος ο Μητιληναίος δίδασκε για την θεραπεία αυτού του πράγματος .
ΔιαγραφήΌμως θέματα τα οποία δεν λύθηκαν επι αιώνες θα τα λύσουμε εμείς τώρα ? Οι κοινωνικές αλλαγές γίνονται μέ πολύ αργούς ρυθμούς . Μέχρι νά γίνουν ίσως νά δύσει ο ήλιος για την ανθρωπότητα . Πόση ζωή άραγε έχει ακόμα ο πλανήτης Γή ?
Η μεγαλυτερη χάρη και ομορφά
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτών τών σπιτών...
οι άνθρωποι
που τα έχτιζαν και τα κατοικούσαν
με Νού και φρόνηση
και με φόβο Θεού
που χαριζει Σοφία Κυρίου...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αρχοντιά αυτών των σπιτιών
ήταν αυτήν η αυτάρκεια.
Μόνο καιρικές συνθήκες θα
μπορούσαν να "θίξουν" την...
ελευθερία τους.
Πίσω από αυτήν την αρχοντιά
ήταν και οι γεμάτες από Χριστό
ψυχές που με απλότητα δίνονταν
συνειδητά στη Χάρη. Πιο κοπιαστική
ζωή αλλά χωρίς τις... ξελογιάστρες
του νέου τρόπου ζωής. Στην
πραγματικότητα η άνετη συγχρονη
ζωή κουράζει περισσότερο.
Ευχαριστούμε πολύ για το άρθρο. Μας θυμίζετε πόσο όμορφα μπορούμε να ζήσουμε με απλότητα χωρίς τις δήθεν σύγχρονες και πολυδάπανες ανέσεις.. Πραγματικός πλούτος!
ΑπάντησηΔιαγραφή