Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

π. Ευσέβιος _Η ακοίμητη λυχνία της Σουηδίας


 

Ἀφιέρωμα στὴν μνήμη του. 4 Νοεμβρίου 2009

 

Ἡ διακονία τοῦ πλησίον ἦταν ἔμφυτη στὸν Γέροντα Εὐσέβιο. Ἦταν στὸ αἷμα του. Ξυπνοῦσε καὶ κοιμόταν μὲ τὴν ἔγνοια του καὶ κάθε του ἰκμάδα ἦταν ἀφιερωμένη στὶς ἀνάγκες του. Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου του ἔβλεπε τὸν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸν ποὺ οἱ πατέρες λέγουν: «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», εἶδες Αὐτὸν ποὺ μᾶς εἶπε ὅτι «Ἐφ’ ὅσον  ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).

 

Μετὰ τὴν Γαλλία ὁ Στέργιος ταξίδευσε στὴν Γερμανία καὶ στὴν Σουηδία. Διακονοῦσε σὲ διάφορες πόλεις δίνοντας πάντοτε τὸ παρὼν στὸν τομέα βοηθείας τῶν ἐμπεριστάτων συνανθρώπων μας.

 

Ἡ ἀδικία, δυστυχῶς, σκεφτόταν  εἶναι φαινόμενο «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Ὁ ἄδικος Κάϊν ὄχι μόνο φθόνησε, ἀλλὰ σκότωσε καὶ τὸν δίκαιο ἀδελφό του Ἄβελ. Μὲ ἄδικο τρόπο ὁ Ἰακώβ πῆρε τὰ πρωτοτόκια τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ. Ἀδικήθηκε ἀπὸ φθόνο ὁ πάγκαλος γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ἀγαπημένος γιὸς τοῦ Ἰακώβ, ποὺ τὰ ἀδέλφια του  τὸν πούλησαν ὡς δοῦλο μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα. Τὴν ἄδικη φτώχεια ἔζησε ὁ Λάζαρος τῆς παραβολῆς, μὲ τὴν διαρκῆ πείνα, τὶς ἀρρώστιες καὶ τὰ ἕλκη ποὺ τοῦ ἔγλυφαν οἱ σκῦλοι βλέποντας τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ πλουσίου μὲ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα. Ἡ ἐγκαρτέρηση, ὅμως, τοῦ Λαζάρου σὲ αὐτὴν τὸν ἔβαλε στὴν ἀγκάλη τοῦ Ἀβραάμ.

 

Τὴν ἀδικία γεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Ἀδικήθηκαν οἱ περισσότεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος  στηλίτευε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴν διαφθορά, κατήγγειλε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, στιγμάτισε τὴν σπατάλη, τὴν ἐπίδειξη τῶν πλουσίων καὶ τῶν ἀρχόντων, καταδίκασε τὶς αὐθαιρεσίες τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, στράφηκε ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κλήρου, πάντα μὲ παρρησία καὶ χωρὶς νὰ κατονομάζει, ὥστε νὰ μὴν κηλιδώνονται προσωπικότητες, ἀλλὰ νὰ στιγματίζονται οἱ πράξεις τους. Μισοῦσε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀδικία, ἀλλὰ ἀγαποῦσε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀδίκους. Στάθηκε δίπλα στοὺς ἀδυνάτους, τοὺς ταπεινούς, τοὺς ἀδικημένους, τοὺς ἁπλοὺς καθημερινοὺς συνανθρώπους του, ποὺ ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ ἀδικία τῶν δυνατῶν συχνὰ καταδυνάστευε. «Ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας» (Γεν. 6, 11), ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διαπιστώνοντας εἶπε στὸ Νῶε, ὅταν ὡς μόνο δίκαιο τὸν παρώτρυνε νὰ κατασκευάσει κιβωτό, γιὰ νὰ σωθεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὸν ἐπερχόμενο κατακλυσμό.

 


Ἡ συγχωρητικότητα ἔλεγε μὲ σθένος ὁ Γέροντας Εὐσέβιος ἀποτελεῖ βασικὸ παράγοντα στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Μὲ αὐτὴν κερδίζουμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὶς δικές μας ἁμαρτίες. Πρέπει νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦμε καὶ ἐμεῖς, καθὼς μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Κύριος λέγοντας: «Οὕτω καὶ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 35). Μὲ τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν συγχωρητικότητα ἐκφραζομένη μὲ τὸ «ἄφες αὐτοῖς» (Λουκ. κγ΄ 34) ὁ Κύριος μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο μήνυμα, ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν φταίξει. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν σειρά τους μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου, προσεύχονταν γιὰ τοὺς βασανιστές τους χωρὶς νὰ τοὺς κρατοῦν κακία. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ἁγίων εἶναι ὁ Πρωτομάρτυς διάκονος Στέφανος, ὁ ὁποῖος προσευχόταν γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν λέγοντας: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. γ΄ 60).

Στὰ μέ­σα τοῦ 1960 ἡ ἐρ­γα­τι­κὴ με­τα­νά­στευ­ση ἀ­πὸ τὴν πτωχὴ Ἑλ­λά­δα πρὸς τὴν πλούσια Σου­η­δί­α ἦταν ἔντονη. Ὁ ΓέρονταςΕὐ­σέ­βι­ος βρι­σκό­ταν ἤ­δη στὴν χώρα αὐτὴ τοῦ σκανδιναυϊκοῦ βορρᾶ. Ἦ­ταν ἀ­κό­μη λα­ϊ­κὸς καὶ ἔ­κα­νε τὶς με­τα­πτυ­χι­α­κὲς σπου­δές του στὸ Πα­νε­πι­στή­μι­ο τῆς Οὐ­ψά­λας. Οἱ πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες τῶν με­τα­να­στῶν Ἑλ­λή­νων τὸν ὤθησαν στὴν ἱερωσύνη. Ἔτσι τὸν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 1965 ὁ ἱεραπόστολος Στέργιος χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ἀμέσως Ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων κυρὸ Ἀθηναγόρα καὶ ἀναλώθηκε στὴν ἱεραποστολικὴ διακονία τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Σουηδίας, Δανίας καὶ Νορβηγίας. Γιὰ ἀρ­κε­τὰ χρό­νι­α εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στὴν πό­λη τοῦ Γι­ό­τεμ­ποργ. Ἐρ­γά­σθη­κε ὡς δη­μό­σι­ος ὑ­πάλ­λη­λος καὶ με­τὰ τὴν ὀκ­τά­ω­ρη ἐρ­γα­σί­α του ἦ­ταν ὁ πνευ­μα­τι­κός, ὁ δά­σκα­λος, ὁ κοι­νω­νι­κὸς λει­τουρ­γός, ὁ δι­ερ­μη­νέ­ας, ὁ με­τα­φρα­στής, ὁ σύμ­βου­λος, ὁ συμ­πα­ρα­στά­της τῶν Ἑλ­λή­νων ποὺ δι­αρ­κῶς κατέ­φθα­ναν ἐκεῖ ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον. Ὅ­λες αὐ­τὲς

 

τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες τὶς προ­σέ­φε­ρε ἀ­φι­λο­κερ­δῶς στὸν ἐ­λεύ­θε­ρο χρό­νο του σὲὅ­λους τοὺς Ἕλ­λη­νες τῆς πό­λεως καὶ ὄ­χι μό­νο, ἀφοῦ σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ὁ Γέροντας ὑπῆρξε ἀφιλοχρήματος. Οὐδέποτε μισθοδοτήθηκε ἢ ζήτησε χρήματα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερε. Ἐφάρμοζε τὰ λόγια τοῦ Σωκράτους, ὅτι πλούσιος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖται στὰ λίγα, «πλουσιώτατος ὁ ἐλαχίστοις ἀρκούμενος». Ἤξερε ὅτι ἡ ἔντιμη πτωχεία σίγουρα μᾶς ὁδηγεῖ στὸν πλοῦτο τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀγαποῦσε αὐτὴ τὴν πτωχεία τὴν ὁποία βίωνε καὶ ὁ Ἅγιοςτῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὁ «φτωχούλης τοῦ Θεοῦ», ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ἔτσι, ποτὲ δὲν ἐπεδίωξε τὸ χρῆμα καὶ ποτὲ δὲν ἔτρεχε πίσω του. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὁ «μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων». Ἄλλωστε τὸν Γέροντα Εὐσέβιο δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν. Αὐτὰ τοῦ τὰ παρεῖχε ὁ οὐράνιος τροφοδότης μας, ὁ Κύριός μας, γνωρίζοντας πόσο ἀφιλόκερδα ἐργάζεται γιὰ τὸ ὄνομά Του. Αὐτὸ ἄλλωστε σημαίνει καὶ ἱεραποστολικὴ δράση. Ἐργασία χωρὶς γήϊνη, ἀλλὰ μόνο οὐράνια ἀμοιβή.




Περιοδεύοντας ὁ Γέροντας, ὡς νέος Κοσμᾶς Αἰτωλὸς τοῦ βορρᾶ, σὲ ὅ­λες τὶς σκανδιναυϊκὲς πό­λεις καὶ κω­μο­πό­λεις γι­νό­ταν δέ­κτης πολ­λῶν καὶ ποι­κί­λων προ­βλη­μά­των, στὰ ὁ­ποῖ­α προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὅ­σο μπο­ροῦσε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἕ­να ὀ­ξὺ πρό­βλη­μα ποὺ ἀ­ντιμετώπιζαν οἱἝλ­λη­νες τῆς Σου­η­δί­ας ἦ­ταν ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας στὰ παι­δι­ά τους.Ἀκό­μη καὶ σή­με­ρα θυ­μοῦν­ται πολ­λοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πῶς ὁ Γέροντας συγκέντρω­νε μι­κροὺς καὶ με­γά­λους καὶ τοὺς δί­δα­σκε, στοὺς μὲν με­γά­λους τὴν σου­η­δι­κὴ γλώσ­σα στοὺς δὲ μι­κροὺς τὴν ἑλ­λη­νι­κή.

Στὴν Σου­η­δί­α, τό­σο ὡς λα­ϊ­κός, ὅ­σο καὶ ὡς κλη­ρι­κός, συναν­τοῦ­σε τοὺς Ἕλ­λη­νες με­τα­νά­στες στοὺς σι­δη­ρο­δρο­μι­κοὺς σταθ­μοὺς τῶν με­γά­λων πό­λε­ων. Ἐ­κεῖ συ­νή­θως μα­ζεύ­ον­ταν οἱ “πα­λι­οί” πε­ρι­μέ­νον­τας τοὺς και­νούρ­γι­ους. Βο­η­θοῦ­σε στὴν ἀνεύ­ρε­ση κα­τοι­κί­ας, στὴν ἀ­νεύ­ρε­ση ἐρ­γα­σί­ας. Φρόν­τι­ζε, ὅ­μως, πα­ράλ­λη­λα, ἢ μᾶλ­λον κυ­ρί­ως, ἀψηφώντας κόπους καὶ πόνους γιὰ νὰ μορ­φώσει Χρι­στὸ στὶς καρ­δι­ὲς τους ψελλίζοντας τὸ τοῦ Παύλου: «Ὠδίνω μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ΄ 19). Τὴν δεκαετία ἐ­κεί­νη τοῦ 60 καί 70 δὲν ἦ­ταν πάν­τα εὔ­κο­λη ἡ προσέγγιση καὶ ἡ ὁμολογία Χριστοῦ λό­γῳ τῶν ἐν­τό­νων πολιτικῶν φρο­νη­μά­των καὶ ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σε­ων με­τα­ξὺ τῶν μετανα­στῶν. Κα­τὰ μαρ­τυ­ρί­α Σου­η­δῶν ὑ­πευ­θύ­νων, ὀρ­γά­νω­σε μό­νον στὴνΣου­η­δί­α 32 Ὀρ­θό­δο­ξες ἐ­νο­ρί­ες. Ἀ­κού­ρα­στος, φλογε­ρὸς ἐρ­γά­της τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μὲ τὸν λό­γο καὶ τὸπαράδειγ­μά του. Με­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη. Ἐ­νο­ρί­α του ἦταν ἡ Σου­η­δί­α, ἡ Δα­νί­α καὶ ἡ Νορ­βη­γί­α, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν Ἕλληνες. Ὁ­μο­λο­γοῦσε ἀρ­γό­τε­ρα χωρὶς νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του: «Ὁ ἱ­ε­ρεύς, δηλαδὴ ὁ ἴ­δι­ος, ἄρ­χι­σε τὴν ἱ­ε­ρα­τι­κή του δια­κο­νί­α μὴ ἔ­χον­τας τί­πο­τε· οὔ­τε κἄν ἄμ­φι­α!». Ἔ­πρε­πε ὁ ἴ­δι­ος νὰ με­ρι­μνή­σει γι­ὰ τοὺς χώ­ρους ὅ­που θὰ τε­λοῦσαν τὴν Θεία Λει­τουρ­γί­α. Ὁ ἴ­δι­ος ζύ­μωνε τὸ πρό­σφο­ρο, ὁ ἴ­δι­ος φρόντιζε­ γι­ὰ ὅ­λα καὶ χωρὶς τὶς ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις!

Δὲν ἦταν, ὅμως, μόνο ἱεραπόστολος ὁ Γέροντας. Ἦταν καὶ ἀσκητής. Ἔτσι, ὄφειλε νὰ κτίσει μιὰ φωλιὰ πνευματικὴ στὴν μακρινὴ αὐτὴ χώρα τοῦ βορρᾶ, γιὰ νὰ βρεῖ ὡς φιλέρημο στρουθίο τόπο νὰ κελαηδεῖ τὴν δόξα καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου μας, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσει ἕνα ἐργαστήριο προσευχῆς γιὰ ἄλλα φιλέρημα στρουθία, ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τῆς «μοναδικῆς πολιτείας» καὶ διαρκοῦς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Κατεύθυνε, λοιπόν, τὰ βήματά του στὶς ἀρχὲς τοῦ 1973 στὴν δημιουργία ἑνὸς Ἡσυχαστηρίου, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἐπέλεξε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ τὴν πόλη Ratvik καὶ σὲ αὐτὸ ἐφάρμοζε πλήρως τὸ ἁγιορείτικο τυπικό. Σὲ αὐτὸ σχόλαζε στὴν προσευχή, τὴν νήψη, τὴν συγγραφὴ ψυχωφελῶν πνευματικῶν ἀναγνωσμάτων καὶ θεράπευε τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς ἐκεῖ Ὀρθοδόξου κοινότητος. Σὲ αὐτὸ σύναζε καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς τῶ Σουηδικῶν Πανεπιστημίων καὶ τοὺς ποδηγετοῦσε πνευματικὰ πρὸς τὴν ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς καὶ τὴν ἐκζήτηση τῆς σωτηρίας. Κατὰ τὸ Δελτίον τῆς Μητροπόλεως Σουηδίας τοῦ 1979 τὸ Ἡσυχαστήριον αὐτὸ ἀποτελοῦσε «τὴν ἀκοίμητον λυχνίαν τῆς Μητροπόλεως καὶ τὸ ψυχικὸν τῶν πιστῶν θεραπευτήριον». Οἱ ἐπισκέπτες του εὕρισκαν σὲ αὐτὸ ἀνάπαυση ψυχικὴ καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἀνηφορικὸ Γολγοθᾶ τῆς ζωῆς.

Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος συγκέντρωνε σὲ σπίτια ἢ κατάλληλες αἴθουσες τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, τελοῦσε Ἀκολουθίες, Βαπτίσεις, Τρισάγια, Θεῖες Λειτουργίες. Ταυτόχρονα,ἐξομολογοῦσε, μετέφραζε, συμβούλευε, ἔκανε τὸν διερμηνέα καί, γενικά, συμπαραστεκόταν στὶς πολυποίκιλες ἀνάγκες τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν.

Πολὺ παραστατικὰ τὴν προσφορὰ τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου στὴν Σουηδία κατέγραψε μιὰ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη θυγατέρα του, ἡ ὁποία χρημάτισε βοηθὸς καὶ συμπαραστάτις του στὸ πνευματικό του ἔργο, ἡ κυρία Χριστίνα Δανιηλίδου. Ἀναφέρει: «Ὁ Γέροντας δὲν περιοριζόταν στὴν ὀκτάωρη καθημερινή του ἐργασία. Ἐργαζόταν καὶ σὲ ἄλλες δουλειές, ὄχι γιὰ νὰ συγκεντρώσει πλοῦτο στὰ χέρια του, ἀλλὰ γιὰ μπορεῖ νὰ στέλνει χρήματα στὴν μητέρα του καὶ σὲ πολλοὺς πάσχοντες συνανθρώπους μας, τὰ προβλήματα τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος γνώριζε. Ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μου ἐγὼ τοῦ ἔστελνα διάφορα σουηδικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος μετέφραζε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ τὰ πληροφοροῦνται οἱ Ἕλληνες ποὺ διαρκῶς κατέφθαναν στὴν Σουηδία. Ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Σουηδίας. Ὑπῆρξεν ὁ στοργικὸς πατέρας, ὁ ἀδελφός, ὁ φίλος ὅλων μας. Στήριξε τοὺς Ἕλληνες τῆς Σουηδίας ὅσο κανεὶς ἄλλος. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Σουηδία ἔμεινε κοντά μας. Μᾶς ἄφησε ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη τὸ ζωντανὸ παράδειγμά του…».

Δὲν ἦταν, ὅμως, ἡ μόνη ὄψη τοῦ νομίσματος αὐτὴ τῆς ἐκφράσεως εὐγνωμοσύνης τῶν Ἑλλήνων τῆς Σουηδίας στὸ πρόσωπό του. Ἡ ἄλλη ὄψη ἦταν αὐτὴ ποὺ τοὺς ἐνοχλοῦσε, ἡ παρουσία τοῦ Γέροντος καὶ τὸ ἔργο του στὴν Σουηδία. Ἂν στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ βρέθηκε ἕνας νὰ γίνει προδότης στοὺς τόσους μετανάστες στὴν Σουηδία δὲν θὰ βρισκόταν ἕνας Ἰσκαριώτης;

Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος εἶχε κυριολεκτικὰ γίνει «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι» (Α΄ Κορ. θ΄ 22), καὶ ἐνῶ, πολὺ φυσιολογικὰ θὰ περίμενε ἐκδηλώσεις εὐγνωμοσύνης ἀπὸ τοὺς πιστούς, γιὰ ὅσα καλὰ καὶ ὠφέλιμα ἔκανε καὶ πρόσφερε, πολύ σύντομα, γεύθηκε «θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν» (Ρωμ. β΄ 9–10). Συνέτεινε πρὸς τοῦτο ἀφ’ ἑνὸς μὲν «ἡ διχόνοια ἡ δολερή», ὅπως ὀνομάζει τὸ μεγάλο ἐλάττωμα τοῦ γένους μας ὁ Ἐθνικός μας Ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, ἡ ὁποία τότεεἶχε ἐνταθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων μεταναστῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ ἄρνηση τοῦ πατρὸς Εὐσεβίου νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴν Ελλάδα, ὅταν τοῦ πρότειναν ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ ἀνώτερα καὶ ὑπευθυνότερα καθήκοντα. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε λέγοντας:

-Δὲν θέ­λω νὰ βλέ­πω τοὺς ἀ­δελ­φούς μου ἀ­φ᾿ ὑ­ψη­λοῦ. Προτι­μῶ νὰ βρί­σκο­μαι ἐ­γὼ χα­μη­λὰ καὶ αὐ­τοὶ πι­ὸ ψη­λὰ ἀ­πὸ μέ­να.

πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ψυχὴ ποὺ γεννήθηκε γιὰ ν’ ἁγιάσει».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου