Κάποτε τὸ 1922, ἀρρώστησε βαριά, μικρὸ κοριτσάκι ἡ μεγάλη μου ἀδελφή. Ὁ πατέρας μου, ἦταν στρατιωτικὸς γιατρὸς στὴν Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία. Ὁ παππούς μου ἀπευθύνθηκε σὲ ἄλλο νεαρὸ τότε γιατρὸ τῆς Πόμπιας. Ἦταν καὶ σύντεκνος τῶν γονέων μου. Ὁ γιατρὸς αὐτὸς ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος καὶ πολὺ ἐλεήμων ἀλλὰ πικραμένος. Θύμωνε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γιατί ἔχασε νωρὶς τὴν γυναίκα του. Ἐξέτασε τὸ παιδί, τὴν ἀδελφή μου, καὶ εἶπε στὴν μάνα μου καὶ στὸν παππού μου ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βοηθήσει. Τὸ μόνο ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν εἶναι, νὰ ἀποτανθοῦν στὸν Χριστὸ καὶ στὴ μητέρα Του (τοὺς κατονόμασε μὲ ὑβριστικὰ λόγια) καὶ ἂν ὑπάρχουν, νὰ ἐπέμβουν καὶ νὰ βοηθήσουν. Ὁ παππούς μου κατελήφθη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση. Τὸν πέταξε ἔξω βίαια καὶ τοῦ εἶπε: «Τί εἶπες μωρέ; Ἔκανα πολλὰ χρόνια μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ τέτοια λόγια δὲν ἄκουσα γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν Θεοτόκο. Καὶ ἐσὺ βαπτισμένος καὶ μυρωμένος λὲς τέτοια λόγια; Αὐτὴ μωρὲ ἡ Παναγία θὰ κάνει καλὰ τὸ παιδί μας! Ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια θὰ πέσει πάνω σου γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖς!». Ἡ μάνα μου τοῦ φώναξε: «μὴ πατέρα! Εἶναι σύντεκνός μας». Καὶ ὁ παππούς μου, τῆς ἀπάντησε αὐστηρά: «αὐτὸς μωρὲ βρίζει Αὐτὸν ποὺ κρύβεται στὸ Ἅγιο Μύρο καὶ ἐσὺ σκᾶς γιὰ τὴν συντεκνιά;». Πῆρε τὸ μπαστουνάκι του καὶ ἀνηφόρισε στὸν ἱερὸ βράχο τῆς Πόμπιας στὴν Παναγία τὴν Καληωρίτισσα. Τὸν ἀκολούθησαν κρυφὰ κάποιες γειτόνισσες. Ἡ Κατερίνα ἡ Στεφανάκη καὶ ἄλλες. Γονάτισε στὴ μέση της Ἐκκλησίας καὶ μὲ λυγμοὺς εἶπε:
«Κυρία τῶν Ἀγγέλων! Πολλὰ χρόνια σὲ ὑπηρετῶ! Ρουσφέτι δὲν σοῦ ζήτησα ἀλλὰ σήμερα σοῦ ζητῶ! Γιάτρεψε τὸ παιδί μας γιὰ νὰ δείξεις ὅτι εἶσαι ἡ Ἀρχιγιάτρισσα. Γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ ὑβρίζοντες σε καὶ νὰ χαρεῖ καὶ ἡ δική μου πονεμένη καρδιά…».
Ἔπειτα κατηφόρισε. Βρῆκε τὸ παιδί, ζωογονημένο νὰ παίζει στὴν αὐλή! Ὁ γιατρὸς τὴν ἴδια μέρα ἀρρώστησε. Δὲν δέχτηκε τὸν παππού μου νὰ τοῦ διαβάσει συγχωρητικὴ εὐχή. Δὲν ἐλευθερώθηκε, παρὰ μόνο ὅταν κάλεσε τὸν παππού μου καὶ ὁμολόγησε: «Γέροντα, προσκυνῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Τριάδα Ὁμοούσιον καὶ Ἀχώριστον»! Ἐξομολογήθηκε καὶ ἔλαβε τὴν Θεία Κοινωνία!
Ὅταν ἔγινε τὸ 1924 ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου, προβληματίσθηκε πολὺ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο. Αἰτία ἦταν μία παραγγελία τοῦ Ὁσίου Παρθενίου: «θὰ ἔρθουν Πατριάρχες καὶ Δεσποτάδες, ποὺ θὰ σᾶς ποῦν πὼς ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ ἴδιο κέντρο καὶ πολλὲς πόρτες. Κέντρο ἕνας Θεὸς καὶ μπασὰ (πόρτα) καὶ ἀπὸ τὴν μπάντα (πλευρὰ) τοῦ Πάπα, τοῦ Καλβίνου καὶ ὅλων τῶν αἱρετικῶν! Τὸ νοῦ σας νὰ κρατήσετε τὴν μία καὶ μοναδικὴ πόρτα! Τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία!».
Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες. Ἔδινε ἐντολὴ γιὰ αὐστηρὴ νηστεία μίας ἑβδομάδας, συμφιλιώνονταν ὅσοι εἶχαν ἔχθρα καὶ ἐξομολογοῦνταν ὅλο τὸ χωριό. Ἔπειτα γινόταν ἀγρυπνία. Τὸ πρωὶ παίρνανε τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὶς εἰκόνες. «Πήρατε καὶ ὀμπρέλες;» ρώταγε ὁ παππούς μου. «Ἂν δὲν πάρετε ὀμπρέλες δὲν ξεκινᾶμε. Ποῦ εἶναι ἡ πίστη σας;».
Θυμᾶμαι μικρὸ παιδὶ κάποτε καὶ γονάτισαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν πρώτη μικρὴ πλατεία, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὰ καφενεῖα. Ὁ παππούς μου διάβασε εὐχές. Τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν ποταμός. Στὴν πλατεία τοῦ Σταυροῦ ξαναγονάτισαν. Μετὰ τὶς εὐχές, συναπαρμένος ὁ παππούς μου ἀπὸ ἱερὸ ζῆλο, ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ φώναξε: «Σὲ ἱκετεύω Κύριε μὲ τοῦτα τὰ χέρια, ποὺ πενήντα χρόνια δὲν μαγάρισαν ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς»! Ἦταν σὲ χηρεία ἀπὸ 30 χρονῶν. Ἀμέσως, ἀπὸ τὸ πουθενὰ ξεπετάχτηκαν σύννεφα. Μαύρισε ὁ οὐρανός. Ὅταν φθάσαμε στὴν Ἁγία Παρασκευὴ στὸ πανωχώρι, ἄρχισε κατακλυσμιαία βροχή! Ἡ φωνὴ τοῦ παπποῦ μου ἐπιτακτική: «μὴν κινηθεῖ κανείς! Θὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν λιτανεία! Θὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ἐκκλησία νὰ χτυπήσουμε χαρμόσυνα τὶς καμπάνες καὶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Θεόν! Σᾶς ἐγγυοῦμαι ὅτι δὲν θὰ κρυώσει κανείς»! Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔδιωξαν καὶ τὸ 1919 τὴν φονικὴ γρίπη ἀπὸ τὸ χωριό!
Θυμᾶμαι ὁ παππούς μου ὁ παπὰ Νικόλας, δὲν ἔβαζε «εὐλογητὸς» εἰδικὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἂν δὲν ἐρχόταν καὶ ὁ τελευταῖος χωριανός. Ἔβγαζε τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ δάκρυα καὶ λυγμούς. Συνέπαιρνε ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ἐρχόταν οἱ ξωμάχοι τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὰ ἀπόδειπνα μὲ τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς, βρακοφόροι, μὲ τὰ στιβάνια, τὰ σαρίκια καὶ τὰ μεϊτανογέλεκα. Κάνανε μετάνοιες. Ὅταν κοινωνοῦσαν ζητοῦσαν συγχώρηση ἀπ’ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ὁ παππούς μου παρατήρησε μία Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ ὅτι σείσθηκε μὲ βοὴ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν δρασκέλισε κάποιος τὸ κατώφλι της. Ὁ κόσμος δὲν κατάλαβε. Νόμισαν πὼς ἦταν σεισμός. Ἔγινε ὀχλοβοὴ καὶ ἀναστάτωση. Ὁ παππούς μου κατάλαβε. Καθησύχασε τὸν κόσμο. Ἔστειλε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἱεροῦ, τὸν Βαγγέλη Φουστανάκη νομίζω, νὰ ποῦν διακριτικὰ στὸν ἄνθρωπο νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ὅταν πῆγε, τὸν ρώτησε: «τί ἔκανες σήμερα καὶ διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἄη Γιώργης στὴ μπασά σου;». Ὁμολόγησε ὅτι μόλυνε τὴ γυναίκα του. Τοῦ εἶπε: «ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἀσάλευτη καὶ ἱερή. Μία ἁμαρτία αὐτῆς τῆς φοβερῆς μέρας ἰσοδυναμεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῆς χρονιᾶς. Μοῦ μαγάρισες τὸ χωριό. Θὰ φύγεις ἀπόψε ἐκτὸς χωριοῦ. Θὰ γενεῖς ξοῖκος (ἔξω οἰκισμοῦ). Θὰ πᾶς στοὺς Καλοὺς Λιμένες πενήντα ἡμέρες. Μέχρι νὰ περάσει τὸ Πεντηκοστάριο. Θὰ κάνεις τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Τοῦ χρόνου θὰ κοινωνήσεις. Τὸ κάνω γιὰ νὰ προστατεύσω ἀπὸ τὴν κακὴ ἐνέργεια τὸ σπίτι σου καὶ τὸ χωριό…». Ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «εὐλογημένο Γέροντα»! Καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε…
Παραγγελνε ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τὴν βραδιά τῆς Τυρινῆς:
«Συγχωρεθεῖτε ὅλοι μεταξύ σας. Νὰ ’χετε τὴν εὐχή μου καὶ νὰ ‘σθὲ συχωρεμένοι κι ἀπὸ μένα. Ἀλαδία νὰ κρατήσετε ἐκτὸς Σαββατοκύριακου. Ἑξαιροῦνται οἱ ἡλικιωμένοι ,οἱ ἔγκυες καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀσθενικὴ κράση. Καὶ χώρια οἱ παντρεμένοι ὅλη τὴν Σαρακοστή».
Μαρία Δασκαλάκη Φιλόλογο.
Κάτοικο Ηρακλείου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου