Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Ένα στεφάνι για τον Ανδρέα Φωκά

 

 


Αλέξανδρος Κοσματόπουλος

Ξημερώματα του Ευαγγελισμού του 2021 στην Αίγινα, το νησί που τόσο αγάπησε, αναπαύτηκε ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Ανδρέας Φωκάς. Εκεί έζησε τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του, χωρίς σχεδόν ποτέ να μετακινηθεί, έχοντας εγκαταλείψει τη ζωή της Αθήνας, αφιερωμένος και αφοσιωμένος με περισσή μέριμνα στην ιστόρηση αποκλειστικά αγιογραφιών. Ωστόσο, ο ίδιος δεν λογάριαζε τον εαυτό του ως αγιογράφο αλλά ως ζωγράφο, ο οποίος είχε βρει την βαθύτερη έκφραση της τέχνης του στην βυζαντινή ζωγραφική. Είχε γράψει παλαιότερα σε ένα κείμενό του για το Πρωτάτο του Αγίου Όρους: «Εκείνο που μοιάζει να είναι μοναδικό στη βυζαντινή ζωγραφική είναι η αναγωγή των χρωμάτων και η σύνθεση των μορφών σ’ ένα ρυθμό τελείως διάφορο. Η ανάδειξη μέσα απ’ αυτόν τον ρυθμό ζωγραφικών συνθέσεων σε πλήρη εναρμόνιση και συνέχεια των αφηρημένων γεωμετρικών σχημάτων της αρχιτεκτονικής του ναού δημιουργεί μία αίσθηση δυναμικής ενότητας, που είναι να απορείς και να θαυμάζεις για το είδος του πνεύματος που οδήγησε σ’ αυτήν».

Όταν του προτάθηκε να ιστορήσει τις εικόνες του τέμπλου του ναού της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου, αντικαθιστώντας τις ρωσικής τεχνοτροπίας με «δυτικίζουσες» αποχρώσεις εικόνες με «βυζαντινές», εκείνος αρνήθηκε να αναλάβει το έργο, με την σκέψη πως δεν ήταν δυνατόν να αλλάξει αυτός εικόνες που είχαν προσκυνήσει και ασπαστεί χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι. Πως δεν ήταν δυνατόν να εκμηδενίσει διαμιάς τις κινήσεις της καρδιάς αναρίθμητων ανθρώπων. «Ο ουσιαστικός νομίζω συμβολισμός της ζωγραφικής των Βυζαντινών και ειδικότερα εκείνης του Πανσέληνου», γράφει στο ίδιο κείμενο, «είναι η διά του ρυθμού εσωτερική κίνηση του φωτός, που κατά τρόπο μυστηριώδη βρίσκει ασυνείδητα αναλογίες σε κάποιες κινήσεις της καρδιάς μας, έτσι που, χωρίς να μας αποκαλύπτεται, γίνεται αισθητή και γι’ αυτό πειστική η αλήθεια των εικονιζομένων. Αυτό δεν μου φαίνεται κατορθωτό όταν το χρώμα, οι γραμμές, τα σχήματα, δεν βρίσκουν κάποια ισορροπία μεταξύ της προσλήψεως του φυσικού κόσμου στον οποίο ζούμε (και απ’ αυτή την άποψη η Βυζαντινή Τέχνη είναι πολύ ρεαλιστική) και των ποικίλων ασυνειδήτων δυνάμεων που δρουν μέσα μας. Η ισορροπία αυτή είναι βέβαια επίτευγμα κάθε μεγάλης Τέχνης. Αλλά ειδικά στο Βυζάντιο και ειδικότερα στον Πανσέληνο, το επίτευγμα είναι σε βαθμό εξαιρετικά υψηλό, τόσο ώστε ακόμη και σήμερα να μη δυσκολεύεται να πει κανείς ότι η ζωγραφική αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο αχειροποίητη». «Αχειροποίητες» είχε χαρακτηρίσει τις εικόνες του Ανδρέα Φωκά ο ζωγράφος και σκηνογράφος Νίκος Στεφάνου, σε μια συζήτησή μας γύρω από τον Ανδρέα και το έργο του.

Στην εικόνα τού εκ Θεσσαλονίκης νεομάρτυρος Αλεξάνδρου του δερβίση, που ιστόρησε με την τεχνική της εγκαυστικής και μου την χάρισε μια χρονιά ανήμερα της γιορτής του αγίου στις 26η Μαΐου, δεν ήθελε να βάλει το όνομά του κάτω από το έργο, όπως δεν ήθελε να το βάλει και σε όλες τις εικόνες που ιστορούσε. Όμως για να μην περιπέσει σε έπαρση μέσω μιας «υπερταπεινοφροσύνης», δέχτηκε να βάλει τα αρχικά του στο πίσω μέρος της εικόνας.

Η στάση του απέναντι στην ευρωπαϊκή τέχνη ήταν σαφής: «Εξ ίσου μεγάλο σφάλμα κάνουμε να εκλαμβάνουμε τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής τέχνης σαν να μην υπήρχαν άλλα ή σημαντικότερα. Όταν η εξέλιξη αυτής της τέχνης έφτασε στο σημείο να αμφισβητεί η ίδια την ύπαρξή της, είναι αστείο εδώ στην Ελλάδα σήμερα να την αμφισβητούμε τόσο λίγο, ώστε να μιμούμαστε κι αυτήν ακόμα την αυτοαμφισβήτησή της».

Ο Ανδρέας Φωκάς πίστευε πως η βυζαντινή τέχνη αποτελεί την πεμπτουσία της προσπάθειας του ανθρώπου να εκφραστεί μέσω της  ζωγραφικής, τούτο όμως δεν μπορεί να συμβεί εάν δεν υπεισέλθει στον κόσμο της λατρείας.  Τότε μόνον η ζωγραφική γίνεται η τέχνη της σιωπής, όπου δεν κυριαρχούν οι εκφάνσεις του ατομικού ταλάντου αλλά ο άφραστος και πολύρυτος αίνος.

Κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος, γόνος εύπορης και επιφανούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, σπουδαγμένος στον Καναδά και έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στην Ισπανία και το Παρίσι, πίστευε στον Χριστό, στην Παναγία και τους Αγίους με την απλότητα και την θέρμη των παλιών λαϊκών ανθρώπων, που πλέον πολύ σπάνια τους συναντά κανείς. Και κατάφερε κατά την κοίμησή του, με τον ξένο και απράγμονα βίο του, να οδηγηθεί στο μέγα μυστήριο της Ανωνυμίας, που υπερβαίνει ολοσχερώς το άτομο και τις επιδιώξεις του, ώστε να μην τον θυμάται μήτε να ασχολείται κανείς μαζί του. Μυστήριο, το οποίο επιγραμματικά εξέφρασε ο Νικόλαος Καβάσιλας με τη φράση: «Μετέχομεν του Ανωνύμου Ονόματος».

Ανδρέα Φωκά: νεομάρτυς Αλέξανδρος ο δερβίσης εκ Θεσσαλονίκης, και είναι καμωμένη με την τεχνική της εγκαυστικής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου