Ἔλεγαν
γιὰ κάποιον γέροντα στὴ Σκήτη ὅτι πέθαινε, καὶ οἱ ἀδελφοὶ στάθηκαν γύρω
στὸ κρεβάτι του, τὸν τακτοποίησαν καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε.
Ἐκεῖνος ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ γέλασε· μετὰ ἀπὸ λίγο πάλι γέλασε· ἔπειτα γέλασε καὶ τρίτη φορά.
Τὸν παρακάλεσαν τότε οἱ ἀδελφοί:
Ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε:
-
Τὴν πρώτη φορὰ γέλασα, γιατί ὅλοι σας φοβᾶστε τὸν θάνατο· τὴ
δεύτερη, γιατί δὲν εἶστε ἕτοιμοι καὶ τὴν τρίτη φορὰ γέλασα, γιατί ἀπὸ
τὸν κόπο πηγαίνω στὴν ἀνάπαυση.
Μόλις τὸ εἶπε αὐτό, ἀμέσως κοιμήθηκε.
Εὐεργετινὸς τ. Δ’, σ. 58, τῶν ἐκδόσεων τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας
Αντε και στα δικά μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠατάμε και τα εξήντα...
και τα πραγματα... πλέον
μπαίνουν στην τελική ευθεία...
Κάπως έτσι ...κοιμήθηκαν
οι παπούδες μας...
ειρηνικά...
αν το επιτρέψει ο Θεός...
...(χωρίς να το αξίζουμε...!)...