Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

π. Εὐστράτιος Παπαχρήστου



Κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τό Ἀ­γρί­νιο ἀλ­λά γεν­νή­θη­κε στό χω­ριό Σκου­τε­ρά Τρι­χω­νί­δος Ἀ­γρι­νί­ου τό 1910, ὅ­που ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας του τό­τε ἐ­φη­μέ­ριος.

Οἱ γο­νεῖς του, ὁ ἱ­ε­ρεύς Χρῆ­στος Πα­πα­χρῆ­στος καί ἡ Θε­ο­φά­νη, ἦ­ταν πο­λύ πι­στοί καί εὐ­λα­βεῖς καί ζοῦ­σαν μέ ἀ­κρί­βεια τήν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Ὁ Κύ­ριος τούς ἐ­κά­λε­σε ἐ­νω­ρίς κοντά Του καί ἄ­φη­σαν ἡ μέν μη­τέ­ρα σέ ἡ­λι­κί­α 5 ἐ­τῶν καί ὁ πα­τέ­ρας σέ ἡ­λι­κί­α 14 πεντάρ­φα­νο τόν μι­κρό Εὐ­στρά­τιο. Πα­ρά ταῦ­τα ἡ βα­θειά πί­στη, ἡ εὐ­λά­βεια καί ἡ ἀ­γά­πη στήν Ἐκ­κλη­σί­α πού τοῦ φύ­τε­ψαν οἱ γο­νεῖς του τόν δι­α­τή­ρη­σαν πι­στό καί κα­θα­ρό μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄ­χι μό­νο δέν πα­ρα­σύρ­θη­κε ἀ­πό τόν κό­σμο ἀλ­λά καλ­λι­έρ­γη­σε καί αὔ­ξη­σε τόν πό­θο του νά δι­α­κο­νή­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἱ­ε­ρεύς.

Πο­λύ βο­ή­θη­σε τήν κα­τά Θε­όν προ­κο­πή του καί τό ὅ­τι τό γε­νε­α­λο­γι­κό του δέν­δρο εἶ­χε εὐ­λα­βεῖς καί ἀ­ξι­ό­λο­γους ἱ­ε­ρεῖς, κοντά στούς ὁ­ποί­ους ζοῦ­σε πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί καλ­λι­έρ­γη­σε τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του κλή­ση. Ὁ ἀ­δερ­φός τοῦ πα­τέ­ρα του, Νι­κό­λα­ος, ἦ­ταν ἱ­ε­ρεύς στήν Με­γά­λη Χώ­ρα καί ὁ ἀ­δελ­φός τῆς μη­τέ­ρας του, Ἀρ­χιμ. Ἀ­πό­στο­λος Φα­φού­της, ὁ γνω­στός «Πα­πα­πο­στό­λης», ἦταν ὁ κλη­ρι­κός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­σω­σε μέ τήν θυ­σί­α του καί τήν προ­σφο­ρά του τό Ἀ­γρί­νιο.

Ὁ Εὐ­στρά­τιος γνώ­ρι­ζε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α καί καλ­λι­γρα­φί­α, ἦ­ταν αὐ­το­δί­δα­κτος καί μέ τήν τέ­χνη αὐ­τή ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε, πρίν γί­νη ἱ­ε­ρεύς, τά πρός τό ζῆν. Εὑ­ρί­σκονται ὡ­ραι­ό­τα­τες εἰ­κό­νες του πού κο­σμοῦν τούς να­ούς τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­κα­νε οἰ­κο­γέ­νεια. Ἐ­νυμ­φεύ­θη τήν εὐ­λα­βῆ Θε­ο­δο­σί­α μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­ξι τέ­κνα (τά δυ­ό ἐ­κοι­μή­θη­καν σέ βρε­φι­κή ἡ­λι­κί­α).

Ἀ­νέ­θρε­ψαν τά παι­διά τους ἐν παι­δεί­ᾳ καί νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα καί οἱ τρεῖς γυιοί νά γί­νουν θε­ο­λό­γοι καί μά­λι­στα οἱ δυ­ό κλη­ρι­κοί, ἡ δέ θυ­γα­τέ­ρα τους εἶ­ναι ψυ­χή ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στόν Θε­ό.

Στά παι­διά του ὁ Εὐ­στρά­τιος εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη μέ­χρι αὐ­το­θυ­σί­ας. Ἦ­ταν ὅ­μως αὐ­στη­ρός καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος στίς ἀ­τα­ξί­ες τους καί στίς ἀ­νυ­πα­κο­ές τους, τίς ὁ­ποῖ­ες πα­ρου­σί­α­ζαν ὡς παι­διά.

Τό 1937 χει­ρο­το­νή­θη­κε ὁ Εὐ­στρά­τιος ἱ­ε­ρεύς ἀ­πό τόν τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Αἰ­τω­λί­ας καί Ἀ­καρ­να­νί­ας κύ­ριο Ἱ­ε­ρό­θε­ο. Φλό­γα καί πό­θο εἶ­χε νά δι­α­κο­νή­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε ὅ­λη ἡ παι­δι­κή καί ἡ ἐ­φη­βι­κή ζω­ή του βι­ώ­θη­κε μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ὑ­πη­ρέ­τη­σε σέ τρεῖς ἐ­νο­ρί­ες, Σκου­τε­σιά­δα, Ἐ­λαι­ό­φυ­το καί Με­γά­λη Χώ­ρα, ὅ­λες τ­ῆς ἐ­παρ­χί­ας Τρι­χω­νί­δος Ἀ­γρι­νί­ου.

Ἡ ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α ἦ­ταν μί­α συ­νε­χής καί ἀ­δι­ά­κο­πη προ­σφο­ρά στό φρι­κτό Θυ­σι­α­στή­ριο καί στίς ψυ­χές τῶν χρι­στια­νῶν. Ἡ θερ­μή πί­στη του, ἡ ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό καί στήν Πα­τρί­δα, ἡ ἀ­γά­πη του στούς Ἁ­γί­ους, στίς ἀ­κο­λου­θί­ες, στήν ἀ­κρί­βεια τοῦ τυ­πι­κοῦ τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν καί στήν ἐν γέ­νει λα­τρεί­α τόν ἔ­κα­ναν κλη­ρι­κό πού σή­κω­νε ἐ­πά­νω του μέ εὐ­θύ­νη τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ γνη­σί­ου ὀρ­θο­δό­ξου κλη­ρι­κοῦ καί τοῦ συ­νει­δη­τοῦ Ρω­μιοῦ.

Πο­τέ δέν ἀ­νέ­χθη­κε τά παι­διά του νά ἀ­τα­κτοῦν μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα. Πο­τέ δέν ὑ­πε­χώ­ρη­σε καί δέν ἔ­βα­λε τη­λε­ό­ρα­ση στό σπί­τι του, ἀλλά ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἱ­ε­ρεύς καί τη­λε­ό­ρα­ση δέν συμ­βι­βά­ζονται».

Λει­τουρ­γοῦ­σε καί τίς μι­κρές λε­γό­με­νες γι­ορ­τές καί δέν ἐ­πέ­τρε­πε νά πα­ρα­λει­φθῆ τί­πο­τε ἀ­πό τήν σει­ρά τοῦ τυ­πι­κοῦ κα­τά τίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἔ­κα­νε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νῶς καί μέ­χρι τίς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες τῆς ζω­ῆς του στό δω­μά­τιό του. Ὁ Κύ­ριος τοῦ χά­ρι­σε ἐ­πί πλέ­ον θαυ­μά­σια φω­νή καί μ᾿ αὐ­τήν ἔ­ψαλ­λε μέ­ρα καί νύ­χτα δο­ξά­ζοντας τόν Θε­ό.

Στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α εἶ­δε πολ­λά θαύ­μα­τα. Ἀρ­χι­κά ὁ ἴδιος μέ ἀλλε­πά­λη­λα θαύ­μα­τα σώ­θη­κε ἀ­πό τούς ἀντάρ­τες καί τούς Γερ­μα­νούς ὅταν­ ἐ­κεῖ­νοι πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό ἕ­ξι φο­ρές τόν ἔ­συ­ραν στό ἐ­κτε­λε­στι­κό ἀ­πό­σπα­σμα.

Τό 1959, στίς 12 Σε­πτεμ­βρί­ου, λει­τουρ­γοῦ­σε στόν κοι­μη­τη­ρια­κό να­ό Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου Με­γά­λης Χώ­ρας τῆς ἐ­νο­ρί­ας του. Ὁ να­ός αὐ­τός εἶ­ναι πρω­το­χρι­στι­α­νι­κός (τοῦ 6ου αἰ­ῶ­νος μ.Χ). Ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τόν Ὄρ­θρο καί προ­χώ­ρη­σε ἦρθαν δυ­ό ἀ­δελ­φοί οἰ­κο­γε­νειά­ρχες. Ὁ ἕ­νας εἶ­χε πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο τό σα­γό­νι του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά μι­λή­ση. Ὁ ἄλ­λος ζή­τη­σε ἀ­πό τόν π. Εὐ­στρά­τιο νά τοῦ πῆ ἄν γνω­ρί­ζη στό Ἀγρί­νιο κα­νέ­να κα­λό για­τρό. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τούς εἶ­πε: «Κα­θῆστε ἐ­δῶ καί ἡ Πα­να­γιά μας εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος για­τρός». Πράγ­μα­τι πα­ρέ­μει­ναν καί τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ὅ­ταν ψαλ­λό­ταν τό «Καθ᾿ ἑ­κά­στην  ἡμέ­ραν  εὐ­λο­γή­σω ­ Σε…» τῆς  δο­ξο­λο­γί­ας, ὁ Ἰ. Νά­κος, ὁ ἀ­σθε­νής, φώ­να­ξε δυ­να­τά: «Πα­να­γιά μου», ἔτρε­ξε στήν θαυ­μα­τουρ­γό εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς μας καί ἔγι­νε τε­λεί­ως κα­λά.

Τό κα­λο­καί­ρι τοῦ 1960 τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἡ κ. Π. μέ τόν σύ­ζυ­γό της καί τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν τόν πό­νο τους για­τί δέν εἶ­χαν παι­διά. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τούς εἶ­πε: «Μή φο­βᾶ­σθε. Νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ­τε εἰ­λι­κρι­νά, νά νη­στεύ­σε­τε, θά τε­λέ­σου­με θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἂν μπο­ρῆ­τε νά κοι­νω­νή­σε­τε, καί ὁ Κύ­ριος θά κά­νει τό θαῦ­μα του». Ἔ­τσι ἔ­κα­ναν καί τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Σέ σα­ράντα ἡ­μέ­ρες ἡ γυ­ναῖ­κα ἔμεινε ἔγκυος.

Τήν ἄνοι­ξη τοῦ 1961 εἶχε φο­βε­ρή ἀ­νομ­βρί­α. Δέν εἶ­χαν γί­νει τά ἀρ­δευ­τι­κά ἔρ­γα τοῦ Ἀ­χε­λώ­ου καί τά κα­πνά, ἡ κυ­ρί­α ἀ­πα­σχό­λη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, κιν­δύ­νευ­αν λό­γῳ ξη­ρα­σί­ας. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς ἐ­νο­ρί­ας ἦταν ἀ­νά­στα­τοι. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος κά­λε­σε τούς χρι­στια­νούς καί τούς εἶ­πε: «Νά νη­στέ­ψου­με, νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με καί νά λι­τα­νεύ­σου­με τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μας. Ὁ Θε­ός μας θά δώ­σει βρο­χή». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε. Τήν 29η Μα­ΐ­ου 1961 ἔ­γι­νε λι­τα­νεί­α. Ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε ἡ λι­τα­νεί­α οὔ­τε ἕ­να συν­νε­φά­κι δέν ὑ­πῆρ­χε στόν οὐ­ρα­νό, καμμία ἔν­δει­ξη βρο­χῆς. Μέ­χρις ὅ­του ὅ­μως ἐ­πι­στρέ­ψουν στό Να­ό, κα­τέ­κλυ­σε τό χω­ριό ἡ βρο­χή. Δῶ­ρον Θε­οῦ καί θαῦ­μα.

 Στίς 7 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1963 με­τά ἀ­πό τήν θεία Λει­τουρ­γί­α πού εἶ­χε τε­λέ­σει, ἦρ­θε ὁ Σπυ­ρί­δων Τ. καί τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι κάμ­πια πολ­λή κα­τέ­στρε­ψε τό τρι­φύλ­λι του καί τήν οἰ­κο­νο­μί­α του. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος πῆ­γε μα­ζί του στό χω­ρά­φι καί ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό. Οἱ πε­ρί­οι­κοι εἰ­ρω­νεύ­τη­καν τόν Σπῦρο γι᾽ αὐ­τό πού ἔ­κα­νε. Ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε ὁ ἁ­γι­ασμός καί ἔ­φυ­γε ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας, σέ λί­γο ἦλ­θε χα­ρού­με­νος ὁ ἰ­δι­ο­κτή­της τοῦ χω­ρα­φιοῦ ὁ­μο­λο­γώντας ὅ­τι ὅ­λη ἡ κάμ­πια με­τά τόν ἁ­για­σμό ἔ­πε­σε στό πα­ρα­κεί­με­νο αὐ­λά­κι μέ τό νε­ρό. Πρα­σί­νι­σε τό νε­ρό.

Κά­πο­τε ἔ­κα­νε στό σπί­τι του στήν Με­γά­λη Χώ­ρα εὐ­χέ­λαι­ο. Ξαφ­νι­κά ἦλ­θε τό ζεῦ­γος Α. Λ. μέ τό μι­κρό παι­δά­κι τους στά χέ­ρια. «Πά­τερ, σταύ­ρω­σε τό παι­δί, εἶ­ναι πο­λύ ἄρ­ρω­στο. Σταύ­ρω­σέ το καί θά τό πᾶ­με ἀ­μέ­σως στόν για­τρό στό Ἀ­γρί­νιο». Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τό σταύ­ρω­σε μέ τό ἅ­γιο ἔ­λαι­ο τοῦ εὐ­χε­λαί­ου καί τούς εἶ­πε: «Πη­γαί­νε­τε στό σπί­τι σας. Τό παι­δί θά γί­νει κα­λά». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε.

Ἔρ­χο­νταν πολ­λοί μέ πνεῦ­μα ἀ­κά­θαρ­το, μέ ἐπή­ρεια πο­νη­ροῦ καί ἀφοῦ τούς δι­ά­βα­ζε, θε­ρα­πεύ­ο­νταν.

Πολ­λά ζῶ­α, ἄ­λο­γα, πρό­βα­τα κ.λ.π., ἕ­τοι­μα νά ψο­φή­σουν, μό­λις ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό καί τά ράντι­ζε, γί­νονταν τε­λεί­ως κα­λά.

Δέν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες, ἐ­νῶ οἱ ἀ­γρό­τες ράντι­ζαν τά κα­πνά μέ πολ­λά φάρ­μα­κα γι­ά νά τά σώ­σουν ἀ­πό τό σκου­λή­κι πού τά θέ­ρι­ζε καί δέν ἔ­φερ­ναν ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μό­λις ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό ὁ π. Εὐ­στρά­τιος ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νιζό­ταν τό σκου­λή­κι.

Ἡ Ἑλ. Ἐπ. εἶ­χε μεγάλο ἀλ­λερ­γι­κό πρό­βλη­μα. Ἔ­φθα­σε σέ ἐ­πι­κίν­δυ­νη κα­τά­στα­ση. Οἱ για­τροί ἔ­δει­ξαν ἀ­δυ­να­μί­α θε­ρα­πεί­ας καί οἱ γο­νεῖς κα­τέ­φυ­γαν στόν π. Εὐ­στρά­τιο. Μί­α ἑ­βδο­μά­δα τούς εἶ­πε θά προ­σευ­χη­θοῦ­με θερ­μά καί ὁ Κύ­ριος θά δώ­σει τήν θε­ρα­πεία­. Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε. Ἡ ἀ­σθε­νής ἔ­γι­νε τε­λεί­ως κα­λά.

Τόν και­ρό τῆς κα­το­χῆς δέν εἶ­χε οὔ­τε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά νά συντη­ρή­ση τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ξε­κι­νοῦ­σε μέ τά πό­δια ἀ­πό τό χω­ριό Σκου­τε­σιά­δα γι­ά νά πά­η στό Ἀ­γρί­νιο νά πά­ρη τοὐ­λά­χι­στον κά­τι ἁπλό γι­ά τά δυ­ό παι­διά του πού εἶ­χε τό­τε. Στόν δρό­μο προ­σευ­χό­ταν νά τοῦ δώ­ση ὁ Κύ­ριος κά­τι γι­ά νά ἀ­γο­ρά­ση ἔ­στω λί­γα τρό­φι­μα. Ἡ προ­σευ­χή­ του εἰ­σα­κου­ό­ταν. Δέν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις πού με­τά τήν προ­σευ­χή εὕ­ρι­σκε ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό χρή­μα­τα στόν δρό­μο.

Προ­εῖ­δε τήν κοί­μη­σή του καί εἶ­πε ὅ­τι ἐ­γώ θά φύ­γω σέ λί­γο. Τό τε­λευ­ταῖ­ο τρο­πά­ριο πού ἔ­ψα­λε πρό τῆς κοι­μή­σε­ώς του ἦ­ταν τό «Τίς Θε­ός μέ­γας…».

Ἐ­κοι­μή­θη τήν 28η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2000.

Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τό σῶ­μα του δέν πά­γω­σε, ἂν καί πέ­ρα­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό 24 ὦ­ρες ἀ­πό τήν στιγ­μή πού ἀ­να­χώ­ρη­σε γι­ά τήν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.

Ἂς ἔ­χου­με τήν εὐ­χή του. Ἀ­μήν.

1 σχόλιο:

  1. Τον θυμάμαι ελάχιστα ήμουν μικρό παιδάκι τέλη δημοτικού. Αψης παπάς αλλά με πολύ αγάπη. Δεν άντεχε τους απαταιωνες και τους ψεύτες με τίποτα και ας έδειχναν ευσεβής. Έλεγε ο πατέρας μου ότι είχε μια ικανότητα να προσεγγίζει τους βλαστημους, τους ανήθικους και να τους αλλάζει. Άνθρωπος της δουλειάς και της οικογένειας ήταν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Παλιοί παπάδες δυσεύρετο είδος σήμερα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή