Τ'
άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα, π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε
εις τη ξενιτιά στη στράτα; Τέσσερις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν’ ανιμέν
Τ' άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε εις τη ξενιτιά στη στράτα;
Τέσσερις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν’ ανιμένω
ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακρά να πηαίνω.
Και πώς θα σ’ αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω
και πώς θα ζήσω δίχως σου το χωρισμό εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύει.
Και δεν μπορείς ν’ αντθισταθείς, σα θέλουν οι γονείς σου,
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει κι η όρεξή σου.
Μια χάρη, αφέντρα, σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Όταν θα αρραβωνιστείς να βαριαναστενάξεις
κι όταν σαν νύφη στολιστείς σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’ αναδακρυώσεις και να πεις, Ρωτόκριτε καημένε,
τα σού 'τασα ελησμόνησα, τα θέλες πλια δε έναι.
Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιασε τα 'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Και πιάσε και τη ζωγραφιά, που 'βρες στ’ αρμάρι μέσα
και τα τραγούδια που 'λεγα, όπου πολύ σ’ αρέσα
και διάβαζέ τα, θώρει τα κι αναθυμού κι εμένα,
πως με ξορίσανε για σε πολύ μακρά εις τα ξένα.
(Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που 'βγαλα μες στη φωτιά τα κάψε.
Όπου κι αν πάω κι α βρεθώ κι ό,τι καιρό κι α ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδέ ν’ ανατρανίσω.)
Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
ένα κεράκι αφτούμενο εκράτουν κ’ έσβησέ μου.
Ας τάξω πως επιάστηκα σε μιας γυναίκας τρίχα,
έσπασ' η τρίχα κι έχασα εις τον κόσμο ό,τι κι αν είχα
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πε πως δε μ' εγνώρισες ούτε κι εγώ πως σ' είδα.
Ερωτόκριτος και Αρετούσα:
Ο αποχαιρετισμός και το δαχτυλίδι-
Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης
"...επιάστηκα...
ΑπάντησηΔιαγραφήσε μιάς γυναίκας τρίχα"...
...
Από Αδάμ και Εύας...
ίσαμε σήμερα...
Το Ν ο ύ σας
τα νιούτσικα...
(εννοείται... αναλόγως
και οι...νιούτσικες...)