Είναι
ενδιαφέρον να ερευνήσει κανείς ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις
μουσικές μας επιλογές και πόσο υποκειμενικό είναι αυτό που ονομάζεται
μουσικό γούστο
Γιατί ακούμε τη μουσική που ακούμε;
Η πληθώρα των τόσων μουσικών ακουσμάτων στην εποχή μας προβληματίζει
κάθε σκεπτόμενο ακροατή μια και ο μέσος άνθρωπος συνήθως στέκει
ανήμπορος να χαρακτηρίσει ένα μουσικό κομμάτι ποιοτικό ή μη ποιοτικό,
καλό ή κακό. Συνήθως οι άνθρωποι αποφαίνονται ότι ένα μουσικό κομμάτι
απλά τους αρέσει ή δεν τους αρέσει. Είναι όμως ενδιαφέρον να ερευνήσει
κανείς ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις μουσικές μας επιλογές και πόσο
τελικά υποκειμενικό είναι αυτό που ονομάζεται μουσικό γούστο.
Οι περισσότεροι ακροατές μουσικής θεωρούν τη μουσική αποκλειστικά ένα είδος διασκέδασης ή μέσο χαλάρωσης στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους. Εδώ λοιπόν συμβαίνει η πρώτη κλασική σύγχυση μεταξύ της έννοιας διασκέδαση και της έννοιας ψυχαγωγία. Διασκεδάζω (ετυμολογία από το αρχαίο ρήμα «διασκεδάννυμι»που σημαίνει διασκορπίζω, εκτρέπω) σημαίνει ζητώ να αποσπασθώ από την πίεση της καθημερινότητας και να μεταφερθώ σε έναν άλλο κόσμο όπου υπάρχει λήθη, χαλάρωση και έλλειψη συγκέντρωσης.
Αντίθετα ο σκοπός της μουσικής ως τέχνης είναι μάλλον να συνδράμει την αγωγή ψυχής και την καλλιέργεια πνεύματος, είναι δηλ. κυριολεκτικά η «ψυχαγωγία» και απαιτεί υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» καθορίζει με σαφήνεια την ουσία και το σκοπό της μουσικής και διατυπώνει την εξής άποψη: «Η μουσική αρμονία μας έχει δοθεί από τους θεούς όχι με σκοπό την αλόγιστη ηδονή αλλά με σκοπό να επιβάλουμε τάξη στις ταραγμένες κινήσεις της ψυχής μας και να τις κάνουμε να μοιάζουν στο θείο πρότυπο».
Ο φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής Theodor Adorno διατυπώνει τη λεπτή άποψη ότι η γλώσσα της μουσικής περιέχει μια διάσταση θεολογικής αναζήτησης γιατί αυτό που έχει να πει αποκαλύπτεται και παράλληλα κρύβεται. Ιδέα της μουσικής κατά τον Adorno είναι το θείο όνομα στο οποίο έχει δοθεί σχήμα και η μουσική αποτελεί είδος προσευχής που εκφράζει την ανθρώπινη προσπάθεια να ονομάσει το Θείο Όνομα.
Ο Adorno ορίζει δύο μείζονες κοινωνικοψυχολογικούς τύπους μαζικής συμπεριφοράς απέναντι στη μουσική ιδιαίτερα την πιο δημοφιλή μουσική, αυτό που σήμερα θα λέγαμε μουσική ποπ (popular music). O πρώτος τύπος είναι ο «ρυθμικά πειθήνιος», ο τύπος που ακολουθεί το σταθερό μουσικό «μπιτ». Αυτός ο τύπος κατά τον Adorno εκφράζει την επιθυμία της μάζας να υπακούει και οδηγεί τα άτομα στην αίσθηση ότι είναι συγκολλημένα με τα αναρίθμητα εκατομμύρια των άτολμων που πρέπει να ενσωματωθούν στην απρόσωπη μάζα.
Ο δεύτερος τύπος ακροατή είναι ο «συναισθηματικός τύπος» που καταναλώνει μουσική με τους όρους του όψιμου ρομαντισμού και των μουσικών εμπορευμάτων που προέρχονται από αυτόν. Αυτός ο τύπος καταναλώνει μουσική για να του επιτραπεί να κλάψει. Η αισθηματική αυτή μουσική (βλ. ταινίες Νίκου Ξανθόπουλου) είναι η εικόνα της μητέρας που λέει «έλα, παιδί μου, να κλάψεις στην αγκαλιά μου». Η μουσική αυτού του τύπου αποτελεί μια μορφή κάθαρσης για τις μάζες αλλά μια τέτοια μορφή που κρατά επίσης τα άτομα στη γραμμή, μια και αυτός που κλαίει δεν ανθίσταται περισσότερο από αυτόν που βαδίζει ρυθμικά.
Οι δύο αυτοί τύποι ακρόασης δεν αφορούν βέβαια τον μουσικά εκπαιδευμένο ακροατή ο οποίος δεν παγιδεύεται από τα καταναλωτικά πρότυπα και ανθίσταται στα εύκολα ακούσματα. Γενικά ένα απαίδευτο μουσικό αυτί σαφώς προτιμάει το εύκολο και ρυθμικά στερεότυπο μοτίβο μιας disco ή rave μουσικής σε σχέση με τις οργανωμένες και πολύπλοκες μουσικές φράσεις ενός έργου του Mozart ή του Beethoven. Πολλές πρόσφατες επιστημονικές μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι ο ακουστικός εγκεφαλικός φλοιός αντιλαμβάνεται γενικά ως ευχάριστη την κλασική μουσική αρμονία (όπως αυτή βασίζεται στα αρχαία Πυθαγόρεια μουσικά διαστήματα της πέμπτης, της τετάρτης και της ογδόης) σε σχέση με τυχαίες ακολουθίες μουσικών συχνοτήτων.
Διάφορες αξιόπιστες κοινωνικο-ψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι αιτίες που επιλέγουμε κάποια μουσικά κομμάτια ως αγαπημένα μας είναι κοινωνικές και όχι καθαρά μουσικές. Επιλέγουμε ως ευχάριστη γενικά τη μουσική που ακούγαμε ή ακούμε με τους φίλους μας σε ευτυχισμένες στιγμές και επιλέγουμε ως αγαπημένα συχνά τα κομμάτια που επιλέγει η καλή μας παρέα. Επίσης αρκετοί άνθρωποι συμπαθούν ή αντιπαθούν τη μουσική ορισμένων συνθετών ανάλογα με την κοινωνική, τη φιλανθρωπική ή την πολιτική τους δραστηριότητα.
Για παράδειγμα πολλοί ακροατές (κυρίως της κλασικής μουσικής) αντιπαθούν τα έργα του Βάγκνερ επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική του ο Αδόλφος Χίτλερ ή κάποιοι έδειχναν προτίμηση στα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν επειδή έδινε συναυλίες στις φυλακές. Άρα η κοινωνική πλευρά της μουσικής και η κοινωνικοποίηση μας μέσω της μουσικής γίνεται σημαντική παράμετρος στην επιλογή της μουσικής που ακούμε σήμερα ή ακούσαμε κάποτε.
Επίσης φαίνεται ότι οι μουσικές μας επιλογές και το μουσικό γούστο καθορίζονται από την πρώιμη μουσική εμπειρία στην οποία εκτίθεται το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας, από το τραγούδι ή το νανούρισμα της μητέρας, από το μουσικό περιβάλλον της οικογένειας που μεγαλώνουμε και οπωσδήποτε από τη μουσική μας παιδεία. Δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάμε τις μουσικές εμπειρίες της εμβρυικής ζωής στον καθορισμό των μουσικών προτιμήσεων.
Η ερευνήτρια Alexandra Lamont από το πανεπιστήμιο Keele της Βρετανίας απέδειξε με ένα σημαντικό πείραμα (2001) ότι ένα χρόνο μετά τη γέννηση με βάση τις αντιδράσεις τους (οικειότητα απέναντι στο μουσικό άκουσμα) τα μικρά παιδιά μπορούν να θυμούνται και να επιλέγουν ως προτίμηση τα μουσικά ακούσματα στα οποία είχαν εκτεθεί (στα πλαίσια του πειράματος) στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας. Είναι δεδομένο ότι μέσω της μετάδοσης των ήχων στον αμνιακό σάκκο (womb) τα έμβρυα έχουν δυνατότητα ακρόασης όλων των βιολογικών ήχων της μητέρας (βλ. καρδιακός παλμός, φωνή και αναπνοή της μητέρας) αλλά και ήχους της καθημερινότητας της μητέρας – και βέβαια μουσική που μεταδίδεται από το εξω-αμνιακό περιβάλλον.
Όμως δεν μπορούμε απλά να αρκεσθούμε σε πρώιμες ή σε μετέπειτα τυχαίες μουσικές επιδράσεις αλλά μέσω συνεχούς αναζήτησης και έκθεσης σε διαφορετικά μουσικά ακούσματα να αναζητήσουμε διαφορετικά επίπεδα μουσικής εμπειρίας. Είναι καλό να συμπεριφερόμαστε όπως οι μέλισσες που έλκονται πάντα από τα όμορφα λουλούδια και όχι όπως οι μύγες που έλκονται από τις ακαθαρσίες. Θυμάμαι τα σοφά λόγια του Μάνου Χατζιδάκι –σε μιa σπάνια συνέντευξη λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του– που συνοψίζουν το νόημα της μουσικής και καθορίζουν τη στάση του ιδανικού ακροατή:
«Η μουσική δεν είναι μαστίχα για το στόμα εφήβων που επιδεικνύουν τα αθλητικά τους κορμιά σε σκοτεινά νυχτερινά στέκια, ούτε η μουσική είναι για τους επαγγελματίες της νύχτας που θέλουν κάτι για παρέα, για να αποφύγουν τον ύπνο που τοyς κυριεύει. Η μουσική είναι τελετή αποκάλυψης που απαιτεί αθωότητα και μνήμη. Η μουσική είναι ασκήσεις, γνώσεις με στόχο την αποκάλυψη».
πηγή
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Αρμονία”) είναι έργο του Νικολάου ΓύζηΟι περισσότεροι ακροατές μουσικής θεωρούν τη μουσική αποκλειστικά ένα είδος διασκέδασης ή μέσο χαλάρωσης στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους. Εδώ λοιπόν συμβαίνει η πρώτη κλασική σύγχυση μεταξύ της έννοιας διασκέδαση και της έννοιας ψυχαγωγία. Διασκεδάζω (ετυμολογία από το αρχαίο ρήμα «διασκεδάννυμι»που σημαίνει διασκορπίζω, εκτρέπω) σημαίνει ζητώ να αποσπασθώ από την πίεση της καθημερινότητας και να μεταφερθώ σε έναν άλλο κόσμο όπου υπάρχει λήθη, χαλάρωση και έλλειψη συγκέντρωσης.
Αντίθετα ο σκοπός της μουσικής ως τέχνης είναι μάλλον να συνδράμει την αγωγή ψυχής και την καλλιέργεια πνεύματος, είναι δηλ. κυριολεκτικά η «ψυχαγωγία» και απαιτεί υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» καθορίζει με σαφήνεια την ουσία και το σκοπό της μουσικής και διατυπώνει την εξής άποψη: «Η μουσική αρμονία μας έχει δοθεί από τους θεούς όχι με σκοπό την αλόγιστη ηδονή αλλά με σκοπό να επιβάλουμε τάξη στις ταραγμένες κινήσεις της ψυχής μας και να τις κάνουμε να μοιάζουν στο θείο πρότυπο».
Ο φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής Theodor Adorno διατυπώνει τη λεπτή άποψη ότι η γλώσσα της μουσικής περιέχει μια διάσταση θεολογικής αναζήτησης γιατί αυτό που έχει να πει αποκαλύπτεται και παράλληλα κρύβεται. Ιδέα της μουσικής κατά τον Adorno είναι το θείο όνομα στο οποίο έχει δοθεί σχήμα και η μουσική αποτελεί είδος προσευχής που εκφράζει την ανθρώπινη προσπάθεια να ονομάσει το Θείο Όνομα.
Ο Adorno ορίζει δύο μείζονες κοινωνικοψυχολογικούς τύπους μαζικής συμπεριφοράς απέναντι στη μουσική ιδιαίτερα την πιο δημοφιλή μουσική, αυτό που σήμερα θα λέγαμε μουσική ποπ (popular music). O πρώτος τύπος είναι ο «ρυθμικά πειθήνιος», ο τύπος που ακολουθεί το σταθερό μουσικό «μπιτ». Αυτός ο τύπος κατά τον Adorno εκφράζει την επιθυμία της μάζας να υπακούει και οδηγεί τα άτομα στην αίσθηση ότι είναι συγκολλημένα με τα αναρίθμητα εκατομμύρια των άτολμων που πρέπει να ενσωματωθούν στην απρόσωπη μάζα.
Ο δεύτερος τύπος ακροατή είναι ο «συναισθηματικός τύπος» που καταναλώνει μουσική με τους όρους του όψιμου ρομαντισμού και των μουσικών εμπορευμάτων που προέρχονται από αυτόν. Αυτός ο τύπος καταναλώνει μουσική για να του επιτραπεί να κλάψει. Η αισθηματική αυτή μουσική (βλ. ταινίες Νίκου Ξανθόπουλου) είναι η εικόνα της μητέρας που λέει «έλα, παιδί μου, να κλάψεις στην αγκαλιά μου». Η μουσική αυτού του τύπου αποτελεί μια μορφή κάθαρσης για τις μάζες αλλά μια τέτοια μορφή που κρατά επίσης τα άτομα στη γραμμή, μια και αυτός που κλαίει δεν ανθίσταται περισσότερο από αυτόν που βαδίζει ρυθμικά.
Οι δύο αυτοί τύποι ακρόασης δεν αφορούν βέβαια τον μουσικά εκπαιδευμένο ακροατή ο οποίος δεν παγιδεύεται από τα καταναλωτικά πρότυπα και ανθίσταται στα εύκολα ακούσματα. Γενικά ένα απαίδευτο μουσικό αυτί σαφώς προτιμάει το εύκολο και ρυθμικά στερεότυπο μοτίβο μιας disco ή rave μουσικής σε σχέση με τις οργανωμένες και πολύπλοκες μουσικές φράσεις ενός έργου του Mozart ή του Beethoven. Πολλές πρόσφατες επιστημονικές μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι ο ακουστικός εγκεφαλικός φλοιός αντιλαμβάνεται γενικά ως ευχάριστη την κλασική μουσική αρμονία (όπως αυτή βασίζεται στα αρχαία Πυθαγόρεια μουσικά διαστήματα της πέμπτης, της τετάρτης και της ογδόης) σε σχέση με τυχαίες ακολουθίες μουσικών συχνοτήτων.
Διάφορες αξιόπιστες κοινωνικο-ψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι αιτίες που επιλέγουμε κάποια μουσικά κομμάτια ως αγαπημένα μας είναι κοινωνικές και όχι καθαρά μουσικές. Επιλέγουμε ως ευχάριστη γενικά τη μουσική που ακούγαμε ή ακούμε με τους φίλους μας σε ευτυχισμένες στιγμές και επιλέγουμε ως αγαπημένα συχνά τα κομμάτια που επιλέγει η καλή μας παρέα. Επίσης αρκετοί άνθρωποι συμπαθούν ή αντιπαθούν τη μουσική ορισμένων συνθετών ανάλογα με την κοινωνική, τη φιλανθρωπική ή την πολιτική τους δραστηριότητα.
Για παράδειγμα πολλοί ακροατές (κυρίως της κλασικής μουσικής) αντιπαθούν τα έργα του Βάγκνερ επειδή αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική του ο Αδόλφος Χίτλερ ή κάποιοι έδειχναν προτίμηση στα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν επειδή έδινε συναυλίες στις φυλακές. Άρα η κοινωνική πλευρά της μουσικής και η κοινωνικοποίηση μας μέσω της μουσικής γίνεται σημαντική παράμετρος στην επιλογή της μουσικής που ακούμε σήμερα ή ακούσαμε κάποτε.
Επίσης φαίνεται ότι οι μουσικές μας επιλογές και το μουσικό γούστο καθορίζονται από την πρώιμη μουσική εμπειρία στην οποία εκτίθεται το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας, από το τραγούδι ή το νανούρισμα της μητέρας, από το μουσικό περιβάλλον της οικογένειας που μεγαλώνουμε και οπωσδήποτε από τη μουσική μας παιδεία. Δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάμε τις μουσικές εμπειρίες της εμβρυικής ζωής στον καθορισμό των μουσικών προτιμήσεων.
Η ερευνήτρια Alexandra Lamont από το πανεπιστήμιο Keele της Βρετανίας απέδειξε με ένα σημαντικό πείραμα (2001) ότι ένα χρόνο μετά τη γέννηση με βάση τις αντιδράσεις τους (οικειότητα απέναντι στο μουσικό άκουσμα) τα μικρά παιδιά μπορούν να θυμούνται και να επιλέγουν ως προτίμηση τα μουσικά ακούσματα στα οποία είχαν εκτεθεί (στα πλαίσια του πειράματος) στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας. Είναι δεδομένο ότι μέσω της μετάδοσης των ήχων στον αμνιακό σάκκο (womb) τα έμβρυα έχουν δυνατότητα ακρόασης όλων των βιολογικών ήχων της μητέρας (βλ. καρδιακός παλμός, φωνή και αναπνοή της μητέρας) αλλά και ήχους της καθημερινότητας της μητέρας – και βέβαια μουσική που μεταδίδεται από το εξω-αμνιακό περιβάλλον.
Όμως δεν μπορούμε απλά να αρκεσθούμε σε πρώιμες ή σε μετέπειτα τυχαίες μουσικές επιδράσεις αλλά μέσω συνεχούς αναζήτησης και έκθεσης σε διαφορετικά μουσικά ακούσματα να αναζητήσουμε διαφορετικά επίπεδα μουσικής εμπειρίας. Είναι καλό να συμπεριφερόμαστε όπως οι μέλισσες που έλκονται πάντα από τα όμορφα λουλούδια και όχι όπως οι μύγες που έλκονται από τις ακαθαρσίες. Θυμάμαι τα σοφά λόγια του Μάνου Χατζιδάκι –σε μιa σπάνια συνέντευξη λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του– που συνοψίζουν το νόημα της μουσικής και καθορίζουν τη στάση του ιδανικού ακροατή:
«Η μουσική δεν είναι μαστίχα για το στόμα εφήβων που επιδεικνύουν τα αθλητικά τους κορμιά σε σκοτεινά νυχτερινά στέκια, ούτε η μουσική είναι για τους επαγγελματίες της νύχτας που θέλουν κάτι για παρέα, για να αποφύγουν τον ύπνο που τοyς κυριεύει. Η μουσική είναι τελετή αποκάλυψης που απαιτεί αθωότητα και μνήμη. Η μουσική είναι ασκήσεις, γνώσεις με στόχο την αποκάλυψη».
πηγή
Ομολογουμένως δεν ήξερα οτι ο Πυθαγόρας μίλησε για τά δεσπόζοντα διαστήματα τετάρτης , πέμπτης και ογδόης ! Είναι νά τρελλαίνεσαι ! Δεν υπάρχει κάτι που νά μήν το βρήκαν !
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Πυθαγόρας πειραματίστηκε με
ΑπάντησηΔιαγραφήτα μουσικά διαστήματα
χρησιμοποιώντας το
"μονόχορδο"
και μελέτησε μ'επιστημονικό τρόπο
την αρμονική συνήχηση
μελετώντας τους λόγους
των διαστημάτων.
Αυτό δεν σημαίνει
οτι ανακάλυψε
τα διαστήματα
τετάρτης,
πέμπτης,
εβδόμης,
ογδόης
που έδειχναν πάντα ξεχωριστά στα αυτιά των ανθρώπων. (Όχι όμως οι τρίτες οι τόσο θεμελιώδεις στην δυτική
-συγκερασμένη-
αρμονία.)
Πέραν τούτου τώρα,
ο Μπετόβεν και
ο Μότσαρτ
μπορεί να φαίνονται
ιδιαίτερα "ρυθμικοί"
στα βέβηλα αυτιά μας,
παρότι...πανθομολογου
μένης συνθετότητας
ενώ τα συμφωνικά ποιήματα
του Ντεμπυσί δεν μας έφεραν ποτέ κλάματα αλλά
μιά σπάνια...λυρική ανατριχίλα.
Τίποτε φυσικά δεν συγκρίνεται με τις νεανικές συνθέσεις του
Ερίκ Σατί.
Τόσο λιτές και...άδειες
από δεξιοτεχνικά "σκιρτίματα"(σαν να σε
κοροϊδεύει που παλεύεις
με τα ...μπερδεμένα -και
σπουδαία(...)-.
Και για τον Arvo Pärt
-το πνευματικοπαίδι του
Αγίου γέροντος Σοφρωνίου-
που λές και συνθετει με τις παύσεις τι να πεί
κανείς;
Άν ακούσεις το Silouan's
song
πως ν'ακούσεις μετά την
"πορνογραφία" του δυστυχούς Μάνου;
Θα φταίς εσύ αν σού φανεί
μια κακόμορφη κουτσουλιά;
(Ειδικά όταν προέρχεται από τον συνθέτη του"καλημέρα κύριε Προκόβιεφ" και των
"reflections";)
Συγχωρέστε μας την αμάθεια και το περισσό
θράσος.
Καληνύχτα κύριε Αντόρνο...