απ΄όσο ξέρω ξεκινάτε να κάνετε, λέει,
προσεφχές μέσα από τα μαραφέτια σας
(τα κινητά σας, ντε, και τα υπολογιστικά σας μηχανήματα. Περίεργα πράματα. Πρωτάκουστα. Δε γινόντουσαν στην εποχή μου τέτοια πράματα.)
Για τη Μαρία είπατε.
Για τον Σωκράτη είπατε.
Για τον Γιάκωβο είπατε.
Για τον Σταύρο είπατε.
(Και από τότε λέει εκείνος για σας).
Για τον Βασίλη λέτε.
(Το 'δα σήμερα. Και τονε δοξάζω και γω μαζί σας τον Θεό).
Για τόσους και τόσες λέτε...
Να μου κάνετε και μένα του μπάρμπα ένα χατήρι, σεις οι θεοσευούμενοι;
Έχω μιαν άρρωστη.
Βαριά.
Μεγάλη.
"Σαν και σένανε;" θα ρωτήξεις.
Μπα, πολύ μεγαλύτερη από μένανε.
"Και πως ζει ακόμα, ρε μπάρμπα;", θα μου πεις.
Και που θες να ξέρω;
Χάρη στις προσευχές της Μάνας της;
Των Αγίων που πάτησαν πάνω στα χώματά της;
Που θάφτηκαν κάτω από δάφτα;
Χάρη στις προσεφχές, τα κεριά και τα λιβάνια των απλών και αθώων ανθρώπων της ή των Μοναχών πάνω στα Αγιονόρια της;
Χάρη στις αδικίες, στους ατελείωτους εχθρούς της από μέσα κι απόξω;
Χάρη στους πολέμους, που δεν έφταιξε η ίδια;
Ζει.
Με δανεικά (και αγύριστα, εδώ πάει...), αλλά ζει.
Μες στην γκρίνια και στη μιζέργια της, αλλά ζει.
Με τα λάθη της, τα πάθια της, τα εγκλήματά της, αλλά ζει.
Με την αχαριστία, την αγνωμοσύνη και την αμετανοησία της, αλλά ζει.
Με φάρμακα που της δώκανε οι ξένοι, που τηνε ζηλεύουνε και την επωφθαλμιούνε, να πούμε, και λίγο πάντοτες λίπει κάθε βολά για να τηνε στείλουνε αδιάβαστη, αλλά ζει.
Διώχνοντας η ίδια τα γεννήματά της και βάζοντας στα κρεββάτια των παιδιώνε της κάποια ξένα κι απροστάτεφτα που βρέθηκαν, ούτε η ίδια κατάλαβε πως, στα πόδια της, αλλά ζει.
Ψωροκώσταινα όλα της σχεδόν τα χρόνια, αλλά ζει.
Και πως γίνονται όλα τούτα μαζί και ζει;
Τι θες τώρα;
Κουμάντα θα κάμουμε εμείς του Μεγαλοδύναμου;
Τι λες το λοιπό;
Θα κάμετε προσεφχή για την δικιά μου;
Να συνεχίσει να ζει...
Τι άλλο θες μετά απ' όλα δάφτα που σου΄πα;
Να σου πω και τ΄όνομά της;
Μα, ντιπ βλάκας είσαι, που λέει σ' όσους αγαπά κι ο παπά Ανανίας;
(Σχώρα με!
Μου φεύγουνε, δεν τα ελέγχω πάντοτες.
Εσύ δγιόρθωνε).
Αφτά.
Με αγάπη αληθινή, σου λέγω.
~ ο μπάρμπας σου, ο κλάφτης.
πηγή
Άρε μπάρμπα...
ΑπάντησηΔιαγραφή...τι να λέμε τώρα...
είσαι λεβεντιά!
Ο πόνος που νιώθουμε , όταν κάποιοι που περνιούνται για σπουδαίοι , γενίτσαροι , πέρνουν το σκεπάρνι και γκρεμίζουν απο μέσα τά τείχη , απο τον Θεό λογίζεται ως μαρτύριο . Γι αυτό η κραυγή μας δεν είναι παραξενιά και κλάψα , αλλά έμπονη προσευχή .
ΑπάντησηΔιαγραφή