Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

«ΑΝ ΒΡΕΙΤΕ ΑΛΛΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ, ΝΑ ΤΟΝ ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ»


–Το χρονικό της παραίτησης ενός μεγάλου–
     …Παρά την θέλησή του χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον πατέρα του, ο οποίος ήλπιζε με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει το κήρυγμα του Ευαγγελικού λόγου και να τον ετοιμάσει για την διαδοχή. Η χειροτονία αιφνιδίασε τον Γρηγόριο όπως μια «τυραννίδα»· έφυγε και μετέβη στον Πόντο κοντά στον αγαπημένο του αδελφό και φίλο Μέγα Βασίλειο. Πολλοί κατέκριναν και κατακρίνουν ακόμη τον άγιο, κατηγορώντας τον για δειλία και για αδυναμία χαρακτήρα. Πώς όμως να αμφιβάλλει κανείς για την ισορροπία και για το σθένος της ψυχής ενός πνεύματος τόσο δυνατού, ο οποίος είχε κατακτήσει ήδη από την νεότητά του την μακάρια απάθεια και την πλήρη ψυχική αυτοκυριαρχία; Πρέπει μάλλον να διαβλέψουμε στον άγιο Γρηγόριο ένα παράδειγμα της άκρας λεπτότητας και ευαισθησίας που αποκτούν οι άγιοι όσο πλησιάζουν τον Θεό. Όπως εξηγεί ο ίδιος στον «Απολογητικό» του λόγο, δεν απέφυγε τότε την ιεροσύνη από φόβο, αλλά από οξυμένη ευσυνειδησία για την ευθύνη του ποιμένα των ψυχών και προπαντός επειδή προτιμούσε να ενωθεί με τον Θεό και, δι’ Αυτού, με τους ανθρώπους στην προσευχή:
     «Τίποτα δεν ποθούσα περισσότερο από το να κλείσω την θύρα των αισθήσεων, να εξέλθω της σαρκός και του κόσμου, να συγκεντρωθώ εις εαυτόν, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τα ανθρώπινα πέρα από τα απολύτως αναγκαία, να συνδιαλεχθώ με τον εαυτό μου και μετά του Θεού, ώστε να ζήσω υπεράνω των ορατών, με τρόπο ώστε να φέρω επάνω μου τις θεϊκές εμφάσεις, χωρίς αλλοίωση ή ανάμειξη με τις παγιωμένες μορφές του ενθάδε. Να καταστώ αληθινά και συνεχώς να καθίσταμαι αληθής ακηλίδωτος καθρέπτης του Θεού και των ουρανίων, προσθέτοντας φως στο φως, υποκαθιστώντας την ασάφεια με ευκρίνεια, απολαμβάνοντας ήδη από τον παρόντα βίο την ελπίδα των αγαθών της μέλλουσας ζωής, ώστε να συνοδοιπορήσω μετά των αγγέλων, παραμένοντας στην γη, την οποία προηγουμένως άφησα και ανήλθα εις τα άνω διά του Πνεύματος. Αν κάποιος από σας κατέχεται από αυτόν τον πόθο, γνωρίζει τι θέλω να πω και θα μου συγχωρήσει αυτό που ένιωσα τότε» (Λόγοι 2, 7, PG 35Μ 413C-416Α· ΕΠΕ 1, 83).
     Επί μία δεκαετία υπήρξε για την Ναζιανζό υπόδειγμα ποιμαντικής μέριμνας και στοργής: ταπεινός μαθητής του Κυρίου, όργανο του λόγου και της Χάριτός Του, κανόνας πίστεως και ζωντανή εικόνα της ευαγγελικής τελειότητας. Όταν το 361 ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης αποπειράθηκε να αποκαταστήσει την λατρεία των ειδώλων, απαγορεύοντας στα παιδιά των χριστιανών να διδάσκονται φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία, ο άγιος Γρηγόριος απάντησε συντάσσοντας λαμπρούς λόγους και θαυμαστά ποιήματα, όπου ανέπτυσσε τα μυστήρια της πίστεως με λογοτεχνική δεινότητα και πλούτο εικόνων και λεξιλογίου, κατά πολύ ανώτερων των έργων των μεγάλων συγγραφέων της αρχαιότητας. Με τον άγιο Γρηγόριο ολοκληρώνεται όχι απλώς ο εκχριστιανισμός της ελληνικής παιδείας, αλλά η οριστική της υπέρβαση και στην θέση της αναπτύσσεται μια παιδεία καθαρά χριστιανική, η οποία αφομοιώνει και μεταμορφώνει το απαύγασμα των έργων της αρχαιότητας.
     Οι πιστοί της Βασιλεύουσας, η οποία βρισκόταν για περισσότερα από σαράντα χρόνια στα χέρια των αιρετικών, ζήτησαν τότε από τον επίσκοπο Ναζιανζού να τους συνδράμει. Αποσπάσθηκε για μια ακόμη φορά ο Γρηγόριος από την γλυκύτητα της θεωρίας, χάριν της υπεράσπισης της Εκκλησίας και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη φέρνοντας μαζί του την ακλόνητη δύναμη του λόγου του και την ισχύ των θαυμάτων του. Εγκαταστάθηκε σε οικία που ανήκε σε συγγενείς του, όπου οι ορθόδοξοι άρχισαν γρήγορα να συρρέουν ολοένα και περισσότεροι, για να ακούσουν με ενθουσιασμό το κήρυγμά του, σε βαθμό που η οικία μετετράπη σύντομα σε ναό, γνωστό ως Αγία Αναστασία, επειδή η πίστη, νεκρωμένη επί τόσα χρόνια στην Βασιλεύουσα, αναστήθηκε χάρη στον λόγο του Γρηγορίου. Μόνος εναντίον πλειάδος αιρετικών και ποικίλων αιρέσεων, ο άγιος συνάρπαζε το ακροατήριό του με την ευγλωττία του κατακόπτοντας τα σοφίσματα και τα επιχειρήματα του σαρκικού φρονήματος με την ρομφαία του θείου λόγου.
     Περισσότερο από τους άλλους Πατέρες, ο άγιος Γρηγόριος διακρίνεται για τις συνοπτικές και αντινομικές εκφράσεις με τις οποίες αναπτύσσει τα βαθύτερα μυστήρια και τα μεγαλύτερα κεφάλαια της πίστεως. Οι ορισμοί του είναι τόσο τέλειοι, ώστε στο πέρασμα των αιώνων, οι δεινότεροι άγιοι θεολόγοι αφιέρωσαν συγγράμματα ολόκληρα στον σχολιασμό τους, και είναι τέτοιας ωραιότητας, ώστε μεγάλος αριθμός τους χρησιμοποιήθηκε από τους μελωδούς μας στην σύνθεση λειτουργικών ύμνων των μεγάλων εορτών του έτους. Η ανάγνωση και η αποστήθιση των έργων του αγίου Γρηγορίου, όπως της Αγίας Γραφής, μπορεί να παρομοιαστεί με την προσκύνηση μιας αγίας εικόνας· μας μεταφέρουν στον ουρανό και μας μυούν στα άρρητα μυστήρια του Θεού. Η γλώσσα του είναι τόσο τέλεια ώστε αχρηστεύει κάθε άλλα λόγια και οδηγεί αβίαστα τον εραστή του Λόγου στην σιωπηλή προσευχή. Άκαμπτης αυστηρότητας όσον αφορά στην πίστη, ο άγιος Γρηγόριος ήταν όλος πραότητα στην συμπεριφορά του απέναντι στους ανθρώπους, αμαρτωλούς ή παραστρατημένους. Διόρθωνε τα ήθη δίνοντας το υπόδειγμα της χριστιανικής διαγωγής με την βιοτή του, που ήταν απαλλαγμένη από κάθε κοσμικότητα, με την σκληραγωγία του και την υπομονή στις δοκιμασίες και τις ασθένειες, σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλοί από όσους άκουγαν τους λόγους του μεταστρέφονταν ολότελα βλέποντας την πολιτεία του.
     Οι επιτυχίες του προκάλεσαν ωστόσο γρήγορα ζωηρές αντιδράσεις από μέρους των αιρετικών, που ζηλόφθονοι διέδωσαν εναντίον του φρικτές συκοφαντίες, χωρίς παρ’ όλα αυτά να υπερνικήσουν την υπομονή του και την ανεξικακία του απέναντι στους εχθρούς. Την νύχτα της Αναστάσεως του 379, αιρετικοί, οπαδοί του Απολλιναρίου, τους οποίους είχε αντικρούσει με έξοχο τρόπο, πήγαν στην Αγία Αναστασία, έσπειραν τον πανικό στο εκκλησίασμα και επιχείρησαν να λιθοβολήσουν τον άγιο. Δεν μπόρεσαν όμως να του καταφέρουν το θανάσιμο χτύπημα, που θα επιθυμούσε ο Γρηγόριος ώστε να τελειωθεί λαμβάνοντας τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου. Ύστερα από αυτή την δοκιμασία, παραδόθηκε στην δικαιοσύνη ως κακούργος, αλλά εξήλθε νικητής και παρότρυνε κατόπιν τους οπαδούς του να τους συγχωρέσουν. Η μετριοπαθής αυτή στάση, η αγάπη, η ευθύτητα του τέλειου αυτού μαθητή του Χριστού κίνησαν εναντίον του την εχθρότητα δύο παρατάξεων: των αιρετικών που τον μισούσαν και των υπερζηλωτών ορθοδόξων.
     Ενώ, χάρη στους αγώνες του, η αίρεση έμοιαζε να υποχωρεί, ο διάβολος τον υπέβαλε σε νέες δοκιμασίες στο πρόσωπο ενός κυνικού φιλοσόφου ονόματι Μαξίμου, που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Αποκρύπτοντας αρχικά το δόλιο σχέδιό του, ο Μάξιμος κέρδισε την εκτίμηση του Γρηγορίου. Αποκαλύφθηκε όμως σύντομα, όταν επιχείρησε να εκλεγεί αντικανονικά επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, σπέρνοντας ταραχή και σκάνδαλο στην Εκκλησία. Πράος και καρτερικός ο άγιος Γρηγόριος, ήταν έτοιμος να αφήσει τον θρόνο του για να μην εναντιωθεί στον απατεώνα με αγώνα και μίσος, ο λαός όμως εξεγέρθηκε αυθόρμητα εναντίον του Μάξιμου και παρακάλεσε τον ποιμενάρχη του να μην εγκαταλείψει το ποίμνιο του Χριστού στους λύκους που το απειλούσαν, λέγοντάς του: «Εάν μας αφήσεις, πάτερ, γνώριζε ότι παίρνεις μαζί σου και την Αγία Τριάδα!». Ο άγιος πείσθηκε και απηύθυνε έκκληση στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, ο οποίος διέμενε τότε στην Θεσσαλονίκη. Ο αυτοκράτορας έδιωξε τον σφετεριστή και λίγο αργότερα εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, μετά την νίκη του κατά των βαρβάρων. Την επομένη κιόλας έδιωξε τους αρειανόφρονες από τους ναούς που κατείχαν και επέβαλε την εκλογή του αγίου Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γρηγόριος, φλεγόμενος πάντα από τον πόθο της ησυχίας, αρχικά αρνήθηκε, αλλά η επιμονή και ο ενθουσιασμός του λαού τον έκανε τελικά να ενδώσει και να δεχθεί. Ωστόσο, καθώς ήταν αντικανονικά επίσκοπος άλλης έδρας, η μετάθεση του Γρηγορίου στην Βασιλεύουσα έπρεπε να επικυρωθεί από Σύνοδο. Για τον λόγο αυτό ο Θεοδόσιος συνεκάλεσε το 381 την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία, αφού αναγνώρισε ομόφωνα την εκλογή του Γρηγορίου, καταδίκασε την αίρεση των πνευματομάχων (Μακεδονίων) και σημάδευσε έτσι το τέλος του αρειανισμού και την οριστική νίκη της ορθοδοξίας. Την χαρά για τον θρίαμβο αυτό διέκοψε όμως αμέσως κατόπιν ο θάνατος του προεδρεύοντος της Συνόδου αγίου Μελετίου, το ονομαστού επισκόπου Αντιοχείας. Ο Γρηγόριος επιφορτίστηκε τότε την προεδρία των συνεδριάσεων κατά τις οποίες έπρεπε να αποφασιστεί ο διάδοχός του στην επισκοπή αυτή, στην οποία υφίστατο επί πολλά έτη σχίσμα μεταξύ των ορθοδόξων: οι μεν ήταν οπαδοί του Μελετίου, οι άλλοι του Παυλίνου. Καθώς είχε συμφωνηθεί να αναγνωριστεί ο επιζών ως μόνος επίσκοπος, ο άγιος Γρηγόριος υποστήριξε τον Παυλίνο, αντιμετώπισε όμως αμέσως την αντίσταση και τις συνωμοσίες των επισκόπων της ανατολής, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να πληρώσουν έναν νεαρό αρειανό για να τον δολοφονήσει. Την στιγμή όμως που ορμούσε πάνω στον άγιο, ο κακούργος στάθηκε απότομα, έπεσε με δάκρυα στα πόδια του Γρηγορίου και ομολόγησε την φαύλη πρόθεσή του. Ο Γρηγόριος τον σήκωσε όρθιο, τον ασπάσθηκε στοργικά και του ζήτησε να αφιερωθεί του λοιπού στον Θεό, αφού προηγουμένως απαρνηθεί την αίρεση. Άλλοι επίσκοποι, οπαδοί του Παυλίνου, κατήγγειλαν ότι η μετάθεση του Γρηγορίου από τα Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη έγινε κατά παράβαση των ιερών κανόνων. Κατάκοπος όμως ο άγιος Γρηγόριος από τις τόσες έριδες και διαμάχες και με την καρδιά συντετριμμένη βλέποντας να σπαράσσεται η Εκκλησία του Χριστού, εκείνος που ποτέ δεν είχε επιδιώξει τιμές και εξουσία, ανακοίνωσε στην Σύνοδο ότι η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να συμβάλει στην ειρήνη και εφόσον η θέση του στον επισκοπικό θρόνο ήταν αιτία τόσης διαιρέσεως, αυτός ήταν καθόλα έτοιμος να πέσει στην θάλασσα ως άλλος Ιωνάς, ώστε να κοπάσει η θύελλα και η ταραχή των πνευμάτων, με την προϋπόθεση να διαφυλαχθεί η ορθόδοξη πίστη. Το κυριολεκτικά δραματικό χρονικό της παραίτησής του και η συγκινητική φυγή του από τα εκκλησιαστικά πράγματα φανερώνει ταυτόχρονα το ανεκδιήγητο ύψος της μεγαλοσύνης του καθώς και την σπάνια και θαυμαστή ακεραιότητα του πατερικού ήθους του…

     Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί επίσκοποι. Άλλοι χαρούμενοι, άλλοι κρυψίνοες κι άλλοι για να μάθουνε τα σχέδιά του. Κανείς όμως δεν ήξερε τι θ’ ακολουθήσει, ούτε κι ο ίδιος. […] Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, ζωήρεψαν τα μάτια κι έδειξαν ανησυχία. Ζητούσε διέξοδο, ποια στάση να τηρήσει. Καθισμένος, έδειξε να σαλεύει ελαφριά. Έμοιαζε αναποφάσιστος… να σηκωθεί, να μη σηκωθεί… Τα δευτερόλεπτα για τον ίδιο και τους φίλους γίνανε χρόνια. Η αγωνία τσάκιζε τα πρόσωπα, περόνιαζε τις καρδιές. Εκείνος; Εκείνος δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο γαλήνευε. Γαλήνευε όλο και πιο πολύ. Απρόσμενα το έντονο κυρτό σώμα του ορθώθηκε. Οι φίλοι αναπνεύσανε. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στα καλλιτεχνημένα χερούλια του θρόνου του και αργά – αργά σηκώθηκε. Τα μάτια του ακόμη στραμμένα μέσα του.
     Μόλις πήρε την κανονική θέση, ύψωσε την ιερή κεφαλή, τα μάτια έπεσαν ευθεία στους επισκόπους. Οι ασύνετοι το μόνο που κατάλαβαν ήτανε ότι έπρεπε να σιωπήσουν. Οι άλλοι ζήσανε τη φωτεινότητα του κάτισχνου προσώπου. Ήσανε πολλές αυγές μαζί, δεν μπορούσε παρά να ακτινοβολήσει αλήθεια. Κι όλοι τους αποσβολωμένοι ανοίξανε τις καρδιές. Δεν ξέρανε τι τους περίμενε, τι θα τους έλεγε… μα ό,τι και νά ’τανε θά ’τανε ιερό και μεγάλο.
     Ο Γρηγόριος, πληγωμένος μα πάντα μεγάλος αετός του Πνεύματος, αναμέτρησε σε λίγα λεπτά τη σύγχυση, έβαλε τον εαυτό του εδώ, τον έβαλε ’κει, πουθενά δεν ηρεμούσε. Άδραξε, λοιπόν, την ευκαιρία. Τον αμφισβητούσανε κάποιοι; Αυτός θα έφευγε. Την Ορθοδοξία έτσι κι αλλιώς την είχε στεριώσει, η θεολογία του γινότανε πίστη και ζωή όλο κι ευρύτερα στην οικουμένη. Για το λαό του δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί πολύ. Τη νύχτα που πέρασε του είχε μιλήσει το άγιο Πνεύμα και τού ’χε ειπεί, ότι ο λαός της Κωνσταντινούπολης θα προκόψει πολύ στην πίστη.
     Τώρα, καιρός πια να ελευθερωθεί! Ένιωθε ότι έφτασε η ώρα να σπάσει τα δεσμά. Η καρδιά του άκουγε κιόλας το σπάσιμο…
     Ήρεμα, έτσι όπως ατένιζε όλους, στη μέση της Αγίας Ειρήνης, άνοιξε το στόμα του χάριν της ειρήνης:
     –Πατέρες ιεροί, συναχθήκατε ’δω για το θέλημα του Θεού. Υψωθείτε με την ψυχή στα υψηλά. Και μη στενοχωριέστε για τη δική μου θέση… αν θά ’μαι πρώτος, αν θά ’μαι τελευταίος… δεν έχει σημασία. Εδώ πρόκειται για την Εκκλησία και την ειρήνη της. Θάλασσα φουρτουνιασμένη καταντήσαμε, το βλέπετε καθαρά. Ομονοήστε ’σεις κι αφήστε ’μένα. Το αποφάσισα, για το κοινό καλό γίνομαι Ιωνάς. Πέφτω εγώ στη θάλασσα, όπως ο Προφήτης (βλ. Ιων. 1:15), αν και δεν έφερα εγώ τη φουρτούνα. Είμ’ έτοιμος, μη διστάζετε, ρίξτε με στη θάλασσα, να… πέφτω μόνος μου, αρκεί να ειρηνεύσετε, να σκεφτείτε μόνο την Εκκλησία!


     Όσοι άκουγαν παγώσανε. Οι καρδιές τους αγκυλωμένες και άδειες. Τα χάσανε και οι ασύνετοι, δεν καταλάβαιναν, δεν πίστευαν…
     –Ναι, αδελφοί μου, παραιτούμαι -συνέχισε ο Γρηγόριος- φεύγω… παραδίδω και θρόνο και προεδρία. Τιμή μου, αφού έτσι βοηθώ την Εκκλησία, αφού έτσι θα πάψετε, πιστεύω, να φιλονικείτε. Ακόμα και το άρρωστό μου σώμα μού λέει να παραιτηθώ…
     Οι σύνεδροι, όλοι χωρίς εξαίρεση, μοιάζανε κεραυνοβολημένοι. Δυο - τρεις, που δείξανε με τα μάτια να ρωτούν, κάνανε τον ιερό άνδρα να συνεχίσει:
     –Είμαι ’δω στο θρόνο της πρωτεύουσας και στην προεδρία, μα όλοι ξέρετε ότι εδώ μ’ έφεραν άλλοι. Δεν αγάπησα το θρόνο και νά ’στε σίγουροι ότι τον αποχαιρετώ με χαρά. Όσο μπόρεσα προσέφερα, στην Αρχιεπισκοπή και στη Σύνοδο. Φεύγω τώρα, όμως η σκέψη και η γλώσσα μου θά ’ναι πάντα στην Αγία Τριάδα. Σας αποχαιρετώ, αδελφοί, σας εύχομαι υγεία και σας παρακαλώ για ένα: να θυμάστε τους κόπους μου κι όσα εδώ υπέφερα για την Ορθοδοξία.
     Νόμιζε ότι τα είπε όλα, μα κάτι τον κέντησε μέσα του και πρόσθεσε με παράπονο:
     –Ακόμα κάτι αδελφοί μου. Αν βρείτε άλλον Γρηγόριο για το θρόνο, να τον λυπηθείτε περισσότερο απ’ όσο εμένα. Αυτά, λοιπόν, και να ειρηνεύετε.
     Όλα τελειώσανε. Η μεγαλειώδης παραίτηση ανάλογη προς το μεγαλείο του πνευματέμφορου άνδρα. Τα τελευταία του λόγια ράψανε τα στόματα των συνέδρων. Άφωνοι όλοι, χωρίς εξαίρεση.
     Ο Γρηγόριος, ολύμπιος, ελευθερωμένος από εξουσία και τιμές, στράφηκε προς το ιερό Βήμα, έκανε το σταυρό του, πρόφερε εις επήκοο λίγα λόγια προσευχής και γύρισε να φύγει. Αργά, λες και είχε κάνει την πιο μεγάλη του πράξη, κατέβηκε από την έδρα. Και χωρίς άλλο, γαλήνιος, φωτεινός, προχώρησε για την έξοδο. Κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι, κανείς δεν πρόλαβε να συνέλθει. Αυτοί που τον τιμούσαν ήτανε, βέβαια, πολλοί και θα μπορούσανε να τον κρατήσουν στις υψηλές του θέσεις. Έφτανε μια κουβέντα να πούνε στον αυτοκράτορα και ’κείνος θα έπειθε τους δύστροπους χάριν του Γρηγορίου. Ξέρανε όμως ότι για κάτι τέτοιο έπρεπε να πει «ναι» και ο ίδιος. Και νιώθανε βαθιά μέσα τους ότι ο Γρηγόριος δεν το ήθελε, ότι πια ήτανε αποφασισμένος και δεν αποτόλμησαν, άλλωστε δεν προλαβαίνανε, πρόλαβε ο ίδιος.

     Θά ’φευγε γρήγορα, μα όχι χωρίς επίσημο αποχαιρετισμό κι έναν απολογισμό του έργου των τριών ετών στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε την τελευταία τούτη Κυριακή του Ιουνίου του 381, στην Αγία Ειρήνη. Μεγάλος ο ναός, ο κόσμος πολύς, οι περισσότεροι επίσκοποι παρόντες και πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι. Λειτούργησε ο μεγάλος θεολόγος με ιεροπρέπεια. Τόση και τέτοια ιεροπρέπεια, που άγγιξε τα πιο βαθιά σημεία των καρδιών. Η ατμόσφαιρα πολύ φορτισμένη. Ο επικείμενος χωρισμός γέννησε συγκίνηση που λίγο - λίγο έγινε κατάνυξη πνευματική, μυστηριακή. Το πανίερο του Πνεύματος όργανο, ο Γρηγόριος, ήτανε πολύ εξαντλημένος, αλλά στεκότανε και λειτουργούσε με νεύρο και δύναμη του Θεού.
     Φτάνοντας η Λειτουργία στο τέλος, όλοι περίμεναν με αγωνία τον έσχατο Λόγο του πιο μεγάλου ποιητή και θεολόγου της Εκκλησίας. Και όλοι είχανε τη βεβαιότητα ότι ο θεολόγος ήτανε και άγιος και φωτισμένος. Ξέρανε ακόμη -κοινό μυστικό- ότι τον άνδρα τούτον κάποιοι τον κακομεταχειρίστηκαν και τον ανάγκασαν να πάρει των οματιών του και να φύγει. Γι’ αυτό και το αίσθημα της πίκρας εισχωρούσε κι εκτόπιζε ώρες - ώρες τη λειτουργική κατάνυξη του λαού.
     Κάποτε είπε το «Δι’ ευχών…». Στάθηκε κάτω από την Ωραία Πύλη, ενώπιόν τους. Τους κοίταξε με αγάπη βαθιά, ελαφρά κυρτός, έντονο καθαρό το βλέμμα, λευκή γενειάδα κύλαγε στο μικρό του στήθος, όρθιο το μέτωπο με ιλαρό φως, παρουσία θεωμένου ανθρώπου. Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους.


     Μίλησε με ηρεμία, μολονότι μέσα του ωθούνταν αισθήματα και διαθέσεις ποικίλες.
     –Θα κάνω τον απολογισμό μου -είπε, κοιτάζοντας επισκόπους και άρχοντες- απολογισμό του έργου μου εδώ στην πρωτεύουσα.
     Και μόλις το βλέμμα του έπεσε στους απλούς ορθοδόξους πιστούς:
     –Απολογία μου είσαστε ’σεις, εσείς τα ξέρετε, εσείς να βεβαιώσετε αν όσα πω θα είναι αλήθεια, εσείς είσαστε ο στέφανός μου και η δόξα μου. Ναι -γύρισε προς τους επισκόπους- το μέγα και ορθοδοξότατο ποίμνιο της πρωτεύουσας ήτανε μηδαμινό και διαλυμένο… Λειτουργιότανε στα βουνά και τις σπηλιές, είχε ξεχάσει την πίστη του. Ήρθατε, αδελφοί, στην πρωτεύουσα και θαυμάζετε τους γεμάτους ναούς, την ευταξία, την υμνωδία, τη θέρμη των πιστών, την ορθή πίστη, ο Θεός δοξολογείται ορθά… Όσοι τώρα φτάνουνε ’δω δεν πιστεύουνε στα μάτια τους… Η αλλαγή τεράστια, θαυμαστή… Εμπεδώθηκε η ορθόδοξη πίστη, κηρύσσεται η ορθή διδασκαλία.
     Ανάκοψε λίγο ν’ ανασάνει και με αφοπλιστική βεβαιότητα, που όμως δεν είχε υπερηφάνεια, συνέχισε:
     –Αυτά έχω, αδελφοί, προσφέρει. Αυτά δημιούργησα εδώ. Εδώ στη μεγάλη πρωτεύουσα, που είναι πια οφθαλμός της Οικουμένης, που δεσπόζει κι ενώνει Ανατολή και Δύση. Εδώ συναντιούνται όλοι και όλα. Όποια εξουσία και δύναμη υπάρχει εδώ, απλώνεται παντού. Όποια πίστη θεμελιώνεται και χτίζεται ’δω στην πρωτεύουσα, επιβάλλεται σ’ όλες τις πόλεις. Γι’ αυτό μόχθησα πολύ, γι’ αυτό υπέφερα πολλά, γι’ αυτό λιθοβολήθηκα, για να χτίσω το οικοδόμημα της Ορθοδοξίας γερό, στέρεο… Αν αμφιβάλλετε για όσα λέω, κοιτάξτε γύρω το λαό, ρωτήστε τους ιερείς, διαβάστε τη διδασκαλία μου στα χειρόγραφα, που κυκλοφορούν…
     Όλοι ακούγανε με βαθύ ενδιαφέρον και κανείς δεν τόλμησε να διακόψει τον ομιλητή, όπως γινότανε συχνά στις ομιλίες του. Κι ενώ έκανε απολογισμό του έργου του, καταλήφθηκε από το παράπονο. Θυμήθηκε όσα κακόγλωσσοι διαδίδανε εις βάρος του κι όσα του κατηγορούσαν ανοιχτά. Εκείνα τα περί δειλίας, ότι τάχα φέρθηκε με ηττοπάθεια στους αρειανούς και τους εχθρούς του. Ότι δεν είχε το θάρρος να πολεμήσει τους εχθρούς, να τιμωρήσει τους αιρετικούς… Ότι δε συμπεριφερότανε σαν άρχοντας με κύρος και πολυτέλεια, που ταίριαζαν στα αξιώματά του. Ακόμα, δε δίστασε ν’ αναφέρει ότι κάποιοι χαρακτηρίσανε τους λόγους και τους τρόπους του πορνικούς. Μέχρις εκεί φτάσανε οι συκοφάντες! Τους εξήγησε όσο μπορούσε τη στάση του, απλά κι επιγραμματικά. Το να εκδικηθεί τους κακούς αρειανούς δε θά ’φερνε καλό· η ειρήνη χρειάζεται πιο πολύ από τη μάχη. Την εξωτερική μεγαλοπρέπεια και την πολυτέλεια δε τις αγάπησε ποτέ. Όσοι θέλανε να καταλάβουν, κατάλαβαν, οι άλλοι… μείνανε αδιάβροχοι, οι λίγοι. […]

     Η πικρία τον κέντησε πάλι και γύρισε τα λόγια του αλλού:
     –Ας μου πει κάποιος ότι με το αξίωμά μου έβλαψα το λαό, ότι επιδίωξα κάτι για τον εαυτό μου, ότι έβαλα σε θέσεις ανθρώπους μου, ότι επιβάρυνα οικονομικά την Εκκλησία… Κράτησα, φίλοι μου, την ιερωσύνη ψηλά, δεν έδωσα αφορμή να διασυρθεί. Μήπως είδε κανείς ν’ αγαπώ την εξουσία; Φέρθηκα ποτέ υπεροπτικά; Έτρεξα ν’ ανεβαίνω στους θρόνους; Με είδατε να μπαινοβγαίνω κάθε τόσο στ’ ανάκτορα, ενώ το μπορούσα;
     Ήτανε ώρα να ζητήσει για όλ’ αυτά και το «μισθό» του:
     –Το μισθό μου, αγαπητοί! Δε θα μ’ αφήσετε χωρίς μισθό! Εργάστηκα φιλότιμα την αρετή… Τι ζητάω για μισθό; Να μ’ αφήσετε να ξεκουραστώ, να σεβαστείτε τη λευκή μου γενειάδα, να τιμήσετε την ώρα της αναχώρησής μου. Βλέπετε και την άθλια υγεία μου, μόλις που μπορώ και στέκομαι να σας μιλάω. Φτάνουνε οι προεδρίες και τ’ άγρια κύματα που πέσανε πάνω μου. Να ενώσω Ανατολή και Δύση πήγα και οι αδελφοί επαναστάτησαν. Από τη μια μ’ ενθρόνιζαν κι από την άλλη ζήταγαν την εκθρόνισή μου. Τι να πω… Βρείτε αρχιεπίσκοπο να σας αρέσει κι αφήστε εμένα στην ερημιά μου. Είναι λάθος όμως να ζητάτε ρήτορες κι όχι ιερείς, θησαυροφύλακες κι όχι ποιμένες ψυχών, ιερείς με πολιτική δύναμη κι όχι αγιασμένους ιερείς… Κάντε μου, λοιπόν, τη χάρη, κι αφήστε με ν’ αποχωρήσω ήρεμα για την έρημο!
     Ο Λόγος που είπε ο Γρηγόριος το πρωί εκείνο περιείχε τα πιο ποικίλα στοιχεία και πολύ έντονα συναισθήματα. Μέσα του ένιωθε χαλασμό, γιατί πολλά συνωθούνταν στην καρδιά και το νου του, ζητώντας έξοδο, να πάρουνε μορφή, να γίνουν λόγια. Μα όλα, δε γινότανε να το πετύχουν, λίγα μόνο. Έπρεπε, δηλαδή, κάποτε να τελειώσει, να κάνει αποχαιρετισμό. Μα τι και ποιους να πρωτοχαιρετίσει; Άρχισε από ’κει που έπρεπε, από τη μεγάλη του αγάπη, την Αναστασία:
     –Χαίρε, Αναστασία μου αγαπημένη, όπου αναστήθηκε η Ορθοδοξία. Χαίρε, μεγάλε ναέ της Αγίας Σοφίας· χαίρετε, Άγιοι Απόστολοι κι εσύ εδώ Καθέδρα μου (Αγία Ειρήνη), που το ύψος σου γέννησε φθόνο. Χαίρετε κι εσείς επίσκοποι συνοδικοί, ιερείς, υμνωδοί και ψάλτες, διακονητές, παρθενεύουσες και παρθένοι, φιλόπτωχοι και ορφανοτρόφοι! Χαίρετε!...

     Κι αμέσως η συγκίνησή του πύκνωσε, τον έπνιγε ο λυγμός. Ανέκοψε να κυριαρχήσει και συνέχισε:
     –Χαίρετε αδελφοί αγαπημένοι, που με φιλοξενήσατε, που μου συμπαρασταθήκατε και με φροντίσατε στις αρρώστιες μου. Χαίρετε, εσείς που σπάζατε τα κιγκλιδώματα να μπείτε να μ’ ακούσετε κι εσείς που στενογραφούσατε τους Λόγους μου. Χαίρε, πανίσχυρε βασιλέα και παλάτια, άρχοντες και υπηρέτες! Χειροκροτείστε το ρήτορα, επευφημείστε, δε θα με ξανακούσετε… Θα σταματήσω να μιλάω, μα όχι για πάντα! Εάν το φέρει η ανάγκη, όπου και ν’ ασκητεύω πάλι θα πέσω στη μάχη για την αλήθεια!
     Μετά, γενίκεψε τον αποχαιρετισμό:
     –Χαίρε, Ανατολή και Δύση. Αγωνίστηκα για το καλό σας κι αναγκάζομαι ν’ αφήσω το θρόνο. Μα όποιος χάνει τον εδώ θρόνο, κερδίζει θρόνο υψηλότερο στον ουρανό. Χαίρε κι εσύ Αγία μου Τριάδα, κάλλος μου και φροντίδα μου, μείνε στο λαό τούτον και σώζε τον.
     Έμεινε η τελευταία φράση. Ο θεόπνευστος Πατέρας δεν μπορούσε παρά να ζητήσει:
     –Παιδιά μου, φυλάξτε αυτά που σας δίδαξα και να θυμάστε τους λιθοβολισμούς μου. Η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών. Αμήν.
     Έτσι σφράγισε το γιγάντιο έργο του στην Κωνσταντινούπολη. Το εκκλησίασμα, επίσκοποι, άρχοντες και λαός, πνιγήκανε στη συγκίνηση και το μόνο που κάνανε, ήτανε να θαυμάζουν τον ιερό άνδρα και να κλαίνε μέσα τους γι’ αυτόν…
     Αφήνοντας στους αντιπάλους του τη ντροπή και παίρνοντας μαζί του το μεγαλείο της ακεραιότητας έφυγε για τη μικρή του πατρίδα την Αριανζό, όπου και έμεινε μέχρι το θάνατό του, τον Ιανουάριο του 390. Ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης δεν τον χάρηκε πολύ. Τον θρόνιασε όμως η οικουμένη στην καρδιά της και τον κρατάει σαν τον πιο γνήσιο εμπνευστή της ειλικρινούς αφοσίωσης στο Θεό και της ευθύτητας, που προτιμάει να σπάσει παρά να λυγίσει κάτω από το βάρος των μικροτήτων. Η κυριαρχία του και η επίδρασή του απλώθηκαν σε πλάτος χώρου και σε βάθος χρόνου. Έγινε ο αληθινά Οικουμενικός Ποιμενάρχης, ο οποίος εξακολουθεί να ποιμαίνει και θα ποιμαίνει την καθολική Εκκλησία του Χριστού…

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ή ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ
(1933–2012)
«ΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΝ»

Τι λόγο έχει αυτή η τυραννία;
Ήρθα στη ζωή· καλά.
Γιατί όμως και στροβιλίζομαι
στις τρικυμίες του βίου;
Θα πω έναν λόγο που είναι θρασύς,
αλλ’ όμως θα τον πω.
Αν δεν ήμουνα δικός Σου, Χριστέ μου,
θα ήμουνα αδικημένος.
Γεννιόμαστε, διαλυόμαστε,
σκεπαζόμαστε από το χώμα.
Νυστάζω, κοιμάμαι,
ξυπνάω, πορεύομαι.
Αρρωσταίνουμε, γινόμαστε καλά.
Ευχαριστήσεις, πόνοι.
Μετέχουμε στις τροπές του ήλιου
όπως μετέχει κι η γη.
Πεθαίνουμε, σαπίζουν οι σάρκες μας
όπως συμβαίνει και με τα ζώα.
Τι περισσότερο έχω εγώ;
Τίποτα, παρά μόνο το Θεό.
Αν δεν ήμουνα δικός Σου
θα ήμουνα αδικημένος, Χριστέ μου.
[Έπη ιστορικά: ΟΔ΄, Migne XXXVII, 1421.]


[(1) Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου:
«Ο πληγωμένος αετός
(Γρηγόριος ο Θεολόγος)»,
κεφ. 7ο, σελ. 272–276 και 287–291,
έκδοσις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήνα, 19983. (2) Του ιδίου:
«Γρηγόριος ο Θεολόγος
(Σπουδή του βίου και του έργου του)»,
κεφ. η΄, §4–§10, σελ. 170–182, 200,
εκδόσεις «Αρμός»,
Αθήνα, Αύγουστος 1991.
(3) Αρχ. Νικόδημου Γκατζιρούλη:
«Η ικεσία ενός αγίου»,
σελ. 31–33, 258–259,
εκδόσεις «Σπορά»,
Αθήναι 19942.
(4) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 5ος, Ιανουάριος,
σελ. 287–290.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι Ιούνιος 20142.
(5) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος, χωρίων
και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου