Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Κριτική στην μελετωμένη αναθεώρηση του συντάγματος


         
Η κυβερνητική σύζευξη της ριζοσπαστικής αριστεράς με την δεξιά, η οποία κυβερνά, με τον τρόπο που κυβερνά, τη χώρα  μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έδειξε με τον πλέον προκλητικό τρόπο την εχθρότητα, την πλήρη περιφρόνηση και την αποστροφή της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που εκφράζει την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Προώθησε και ψήφισε νόμους, οι οποίοι έρχονται σε πλήρη και απόλυτη αντίθεση με την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αλλά και με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του ευσεβούς λαού μας, όπως το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλοφίλων, η αναδοχή παιδιών σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, η δυνατότητα αλλαγής φύλου κ.α. με σημαία ένα κίβδηλο δικαιωματισμό που δεν έχει καμμία σχέση με την ανθρώπινη φύση και οντολογία. 
Φθάνοντας στο τέλος της θητείας της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ αποφάσισε να ολοκληρώσει την κατεδαφιστική της πολιτική, δίνοντας βολή κατά της Εκκλησίας, με μια πρόσφατη ενέργειά της, με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, την αντισυνταγματική διαγραφή των κληρικών από το Δημόσιο και την έμμεση και με εύσχημο τρόπο υφαρπαγή και των τελευταίων υπολειμμάτων  της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η κυβέρνηση θεώρησε ως «αναγκαία» την αναθεώρηση του ως άνω άρθρου 3 προκειμένου, όπως ισχυρίζεται, να παύσει ο «εναγκαλισμός Εκκλησίας-Πολιτείας», να επιτευχθεί ο «χωρισμός» μεταξύ των δύο θεσμών, ο οποίος θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να «γίνουν διακριτοί οι ρόλοι Κράτους και Εκκλησίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου».
Πιο συγκεκριμένα στο ήδη ισχύον άρθρο 3 προτάσσεται η προβληματική φράση: «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», ενώ παράλληλα προστίθεται η ερμηνευτική δήλωση: «Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Η παρά πάνω πρόταση περί θρησκευτικής ουδετερότητος σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση δεν είναι άνευ σημασίας, αλλά έχει σοβαρότατες κανονιστικές και νομικές συνέπειες, διότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα ερμηνεία της επακολουθούσης στο άρθρο 3 φράσεως ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», με άμεση συνέπεια την κατάργηση των μέχρι σήμερα υφισταμένων πατροπαραδότων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Όπως έχουν επισημάνει έγκριτοι νομικοί και συνταγματολόγοι, που ασχολήθηκαν με το όλο θέμα, η επιχειρούμενη συνταγματική προσθήκη περί θρησκευτικής ουδετερότητος θα έχει καθοριστικές συνέπειες στην ερμηνεία του όρου «Επικρατούσα θρησκεία». Δηλαδή ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» θα τεθεί υπό επανεξέταση και θα επανερμηνευθεί υπό το πρίσμα της προτασσόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας, η οποία θα γίνει μέσο ερμηνείας του όρου. Με την νέα αυτή ερμηνευτική θεώρηση ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» χάνει κάθε κανονιστική ισχύ και ερμηνεύεται απλώς ως διάταξη διαπιστωτική, δηλαδή άνευ ουσίας. Με πιο απλά λόγια, με την προτεινόμενη αναθεώρηση, θα παρέχεται η δυνατότητα στην πολιτεία και στις εκάστοτε κυβερνήσεις να καταργήσουν την θεσμική παρουσία της Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας, ή να θεσπίσουν την ίση συμμετοχή όλων των θρησκειών, παρότι κάτι τέτοιο δεν έχει ούτε ιστορικό, ούτε λαϊκό, ούτε πρακτικό  έρεισμα.
Θα αναφέρουμε παρά κάτω μερικά παραδείγματα της μελετωμένης καταργήσεως της θεσμικής παρουσίας της Εκκλησίας, η οποία θα καταστεί δυνατή χάρις στη συνταγματική αλλαγή του άρθρου 3.
α) Κατάργηση της παρουσίας της Εκκλησίας στις Ένοπλες Δυνάμεις και Σώματα Ασφαλείας.
Το Θρησκευτικό Σώμα στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Αστυνομία και τα λοιπά Σώματα Ασφαλείας, θα τεθούν υπό κατάργηση. Ένα ουδετερόθρησκο κράτος δεν μπορεί να συντηρεί θρησκευτικές υπηρεσίες μίας συγκεκριμένης θρησκείας, έστω και αν σ’ αυτή ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των υπηρετούντων αξιωματικών, υπαξιωματικών και λοιπών εργαζομένων, ή εκτελούντων θητεία. Παράλληλα, δεν μπορεί να αναγνωρίζει προστάτες Αγίους στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, διότι τότε παύει να είναι ουδέτερο ως προς τη θρησκεία. Με την κατάργηση όμως αυτή των Θρησκευτικών Σωμάτων παραθεωρείται το γεγονός, ότι ανέκαθεν η Ορθόδοξη Πίστη αποτελούσε πηγή θάρρους, ηρωϊσμού και ομοψυχίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι πολεμούσαν υπό την σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου και επεκαλούντο την προστασία των αγίων.  
β) Κατάργηση των Ιερών Εικόνων και χριστιανικών συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες.
Σε ένα συνταγματικά ουδετερόθρησκο κράτος, χωρίς αμφιβολία δεν θα έχουν πλέον θέση οι Ιερές Εικόνες, ο τίμιος Σταυρός του Κυρίου μας και γενικά τα θρησκευτικά σύμβολα της πίστεώς μας, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια, στα Νοσοκομεία και στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Και τούτο διότι η ανάρτηση των Ιερών Εικόνων και συμβόλων, δείχνει τη θετική διάθεση ενός Έθνους, το οποίο αναγνωρίζει έμπρακτα μια ουσιαστικά επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή εκείνη που είναι συνδεδεμένη με το λαό και την ιστορία του. Όμως με την ευλογημένη αυτή συνήθεια της ανάρτησης Ιερών Εικόνων, ή συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες, όπως και με την παρουσία του Τιμίου Σταυρού στον ιστό της σημαίας μας, αποδεικνύουμε εμείς οι Έλληνες την ευγνωμοσύνη μας προς τον Χριστό και ομολογούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η τροφός του Γένους μας, η ακαταμάχητη δύναμη που συντήρησε και διέσωσε τον Ελληνισμό από τον αφανισμό και την διάλυση, ο μπροστάρης στους αγώνες των προγόνων μας για την απελευθέρωση της πατρίδος από τον τουρκικό ζυγό, οι οποίοι πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». 
γ) Κατάργηση Ιερών Ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία.
Κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση και η ρητή πρόβλεψη για ουδετερόθρησκο κράτος θα δώσει αφ’ ενός τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση της λειτουργίας, ακόμη και την κατεδάφιση των ιερών ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία, αφ’ ετέρου θα δώσει στους αλλοθρήσκους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικά τα ανωτέρω, βασιζόμενοι στην καταστρατήγηση της συνταγματικής ουδετερότητας με την παρουσία Ορθοδόξου ναού σε κρατικό χώρο. Ωστόσο είναι γνωστή η ανεκτίμητη προσφορά των εν λόγω Ιερών Ναών και των κληρικών που υπηρετούν σ’ αυτούς, διότι οι ασθενείς στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους καταφεύγουν στην πίστη μας, αρχίζουν να προσεύχονται και αναζητούν ιερείς για να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν, προκειμένου να ξεπεράσουν τους φόβους και την αγωνία τους και να απαλύνουν τον πόνο τους. Μεγάλες μορφές της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, όπως ο Άγιος Άνθιμος της Χίου, ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, κ.α., υπηρέτησαν σε νοσοκομειακούς ναούς προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον πάσχοντα άνθρωπο.
Για να μη μακρηγορούμε, κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση θα δώσει τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση του Αγιασμού στη Βουλή, στους ΟΤΑ, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια. Επίσης στην κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, των θρησκευτικών εορτών, της αργίας της Κυριακής κ.λ.π.
Η «ανάγκη» για αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είναι πραγματική για τον δήθεν εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, αλλά ικανοποίηση των μαρξιστικών και αθεϊστικών ιδεοληψιών της «αριστερής» κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία στηρίζει δυστυχώς ο πολιτικός συνδυασμός ΑΝΕΛ. Η καθιέρωση του «ουδετερόθρησκου κράτους» είναι η γνωστή «παντιέρα» του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των διδαγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης κατά των καταπιεστικών «Εκκλησιών» (Παπισμού και Προτεσταντισμού) στη δυτική Ευρώπη. Όπως είναι γνωστό σήμερα η θρησκεία στη Δύση, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, είναι ένας ξεχωριστός θεσμός στο κράτος και την κοινωνία. Η θρησκεία θεωρείται «ιδιωτική υπόθεση» των πολιτών, γι’ αυτό και πρέπει να απομονωθεί από κάθε κρατική λειτουργία.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφείμ, άριστος γνώστης των νομικών θεμάτων, σε πρόσφατα δύο Υπομνήματα που κατέθεσε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρατηρεί μεταξύ άλλων, τα εξής σχετικά με την επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση:  «Η πρότασις του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρησι του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος καταδεικνύει το περίγραμμα της αναθεωρητικής λογικής του στην οποία καταλέγεται ασφαλώς η τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Δεν επιλέγεται μεν η κατάργησι του άρθρου 3 του Συντάγματος που θα επέφερε τεκτονικό σεισμό με την κατάργησι της συνταγματικής προστασίας των Καταστατικών κειμένων της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά η εισαγωγή στο άρθρο 3 του Συντάγματος της αόριστης ρήτρας για την ‘κρατική θρησκευτική ουδετερότητα’ που όμως υπονοείται η κατοχύρωσίς της υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών της χώρας, ήδη στο άρθρο 13 του Συντάγματος για την θρησκευτική ελευθερία» (Ιστ. Ακτίνες, 17.11.2018). Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ σε δήλωσή του στην Σύνοδο της Ιεραρχίας (16.11.2018), σχετικά με το ίδιο θέμα παρατηρεί τα εξής: «Για την σκοπούμενη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και συγκεκριμένως ως προς την προσθήκη της διακηρύξεως ότι το Κράτος είναι ‘ουδετερόθρησκο’…θεωρώ ότι η διακήρυξη αυτή έρχεται σε αντίφαση με το προοίμιο του Συντάγματος. Είναι δυσερμήνευτο να επικαλείται ο Νομοθέτης το όνομα του Τριαδικού Θεού και στα επόμενα να το ακυρώνει και να ομολογεί ότι δεν το δέχεται… Το ‘ουδετερόθρησκο’ θα ερμηνευθεί από τα όργανα της Δημοσίας Διοικήσεως και τελικώς θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια του Κράτους. Δεν γνωρίζουμε τι κρύπτεται κάτω από αυτή την διάταξη, τι υπονοείται, τι επιδιώκουν οι εισηγητές της και τι θα αποκαλυφθεί συν τω χρόνω κατά την εφαρμογή της». Ο σεβαστός πανεπιστημιακός δάσκαλος π. Γ. Μεταλληνός προσθέτει σε πρόσφατο δημοσίευμά του τα εξής: «Αυτό που λέμε ‘χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας’, είναι λυμένο το θέμα με το νόμο 590/1977. Είναι διακριτοί οι ρόλοι, συνταγματικά κατοχυρωμένοι. Γιατί ο νόμος αυτός είναι απόρροια του Συντάγματος του 1975. Ξέρουμε λοιπόν πού συναντώμεθα, πού δίνουμε τα χέρια η Πολιτεία και ο Εκκλησιαστικός Χώρος -και δεν εννοώ τους Ιεράρχες μόνο, αλλά όλο τον Κλήρο- για να υπηρετήσουμε τον ίδιο Λαό. Έχουμε λοιπόν δυνατότητες να έχουμε διακριτούς ρόλους» (Ιστ. Ακτίνες).
Συμπερασματικά:        
Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 3 του Συντάγματος δεν χρειάζεται καμία αναθεώρηση, διότι, οι θρησκευτικές ελευθερίες των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων προστατεύονται απόλυτα στο άρθρο 13 του Συντάγματος και κανένα δικαίωμά τους δεν θίγεται ούτε περιορίζεται. Το περιεχόμενο της έννοιας της «επικρατούσας θρησκείας» ανταποκρίνεται στη θρησκεία που πρεσβεύει η συντριπτική πλειονότητα του 90% και πλέον των Ελλήνων πολιτών. Το στοιχείο αυτό δεν είναι περιγραφικό, επειδή συνδέεται άμεσα με την κοινωνική βάση της εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που είναι η λαϊκή κυριαρχία. Τόσο ο σεβασμός των  ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελούν θεμελιώδεις διατάξεις όχι μόνον του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας,  αλλά και όλων των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα για συνταγματική διάταξη περί θρησκευτικής ουδετερότητος, αφού η ελληνική Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει, σεβόμενη την λαϊκή κυριαρχία, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημη-επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά και για πρακτικούς, διατηρώντας και προστατεύοντας την παρουσία της σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας.
Περιττό να τονιστεί βέβαια και ο επιπρόσθετος λόγος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με τις υπάρχουσες θρησκευτικές μειονότητες, είναι συνδεδεμένη με την πορεία του Ελληνικού Έθνους εδώ και είκοσι αιώνες, η οποία, σε καιρούς δύσκολους, στάθηκε ο πολύτιμος αρωγός του. Στα νεώτερα χρόνια διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για την επιβίωση και την πρόοδο του ελληνικού λαού. Διέθεσε εθελούσια, χωρίς εξαναγκασμούς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για κοινωφελείς σκοπούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα της χώρας μας είναι κτισμένα σε οικόπεδα, που παραχώρησε η Εκκλησία. Ακόμα και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες η Εκκλησία στάθηκε τροφός και συμπαραστάτης του λαού μας, σε αντίθεση με την παντελή απουσία των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων στη χώρα μας. Άρα το κράτος έχει την υποχρέωση, (και είναι προς το συμφέρον του ελληνικού λαού), να θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία». Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προσδώσει στην κυρίαρχη πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού κάποια προτεραιότητα και κάποια επιπρόσθετα δικαιώματα, διότι αυτό απαιτεί η δημοκρατία, χωρίς να τίθενται στο περιθώριο οι θρησκευτικές μειονότητες, οι οποίες πρέπει να προστατεύονται από το κράτος.
Κλείνοντας κάνουμε έκκληση στην σεπτή Ιεραρχία μας να αγωνιστεί με ενότητα δυναμικά και ανυποχώρητα, ώστε να μην περάσει από την Βουλή η μελετωμένη αναθεώρηση, διότι τότε θα αλλάξει άρδην η κατάσταση στη χώρα μας. Το κράτος ως ουδέτερο θρησκευτικά, θα αποβάλλει κάθε ίχνος θρησκευτικότητας, τώρα πλέον και με συνταγματική κάλυψη. Η Εκκλησία θα πάψει να είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα χάσει όλα τα προνόμια που απορρέουν από αυτή τη νομική σχέση, διότι θα μεταβληθεί σε ιδιωτικό σωματείο. Όμως κατά παρόμοιο τρόπο, βάσει της δικαιϊκής αρχής της ισότητος και της ισονομίας του άρθρου 4 του Συντάγματος θα πρέπει να παύσουν να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, (δημόσιες Υπηρεσίες), οι Ισραηλινές Κοινότητες και οι Μουφτείες της Θράκης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική μας ασφάλεια, αφού θα παύσει το κράτος να ορίζει τους μουφτήδες. Οι σημερινοί απόγονοι των ορκισμένων εχθρών της Ορθοδοξίας κάνουν ό, τι μπορούν να θέσουν στο απόλυτο περιθώριο την Εκκλησία μας. Η Ορθοδοξία μας, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο π. Γ. Μεταλληνός, «είναι πάντοτε στο στόχαστρο των Φραγκικών Δυνάμεων, επειδή είναι το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο του Έθνους μας από τη Δύση».

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών .Μ. Πειραιώς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου