Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Συνάντηση ή συμπόρευση μιας ομάδας Μητροπολιτών και θεολόγων με τον ΣΥΡΙΖΑ;

Σχόλια, με αφορμή μια Συνέντευξη κι ένα Συνέδριο  

του Ι. Χρυσοστόμου
Κοινωνιολόγου – Θεολόγου
Στην εκπομπή «Πρόσωπα – Προσωπικότητες» του Γιώργου Ροδάκογλου, στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης,  τον περασμένο μήνα μίλησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας, της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης(ΑΠΘ).
Ο κ.  Σταμούλης στην εν λόγω εκπομπή, αναφερόμενος στην «πολιτισμική κατάληψη της Θεολογικής Σχολής» στην οποία, όπως λέει πρωτοστάτησε, κάνει λόγο για την ευρύτητα των θρησκευτικών πίστεων και σημειώνει ως παράδειγμα ανοίγματος της θεολογίας την φιλοξενία των μουσουλμάνων φοιτητών με την παραχώρηση μίας αίθουσας στο υπόγειο της Θεολογικής Σχολής για να τελούν τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις. Κατά την εβδομαδιαία εκδήλωση που οργάνωσε στο όνομα του Τμήματος  Θεολογίας ο κ. Σταμούλης με θέμα «πολιτισμική κατάληψη της θεολογικής» καλούσε οι φοιτητές να επισκεφθούν αυτόν τον υπόγειο χώρο της Σχολής. Μέχρι εδώ ωραία. Ωστόσο είναι σαφές ότι ενώ καλείοι φοιτητές να γνωρίσουν τη μορφή αυτή του πολιτισμού ως φιλοξενία του διαφορετικού, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του πολυπολιτισμού ή του πλουραλισμού, προβάλλοντας ως αποδεικτικό στοιχείο το χώρο που προσφέρεται εδώ και χρόνια στη Σχολή στους Μουσουλμάνους, εντελώς τυχαία αποσιωπά και δεν κάνει ούτε μία νύξη για τον ωραιότατο και αγιογραφημένο ορθόδοξο ναό που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της Σχολής! Εκεί δεν καλεί για να προβάλλει τον πολιτισμό, διότι μάλλον προέχει το αλλόδοξο  έναντι του ομόδοξου. Η ορθοδοξία έτσι φαίνεται πως δεν βρίσκεται σε προτεραιότητα ως έκφραση και ως έμπνευση πολιτισμούΌλα θυσιάζονται και αγνοούνται ακόμη και η ταυτότητά μας χάριν της ετερότητας των ξένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι  άνθρωπος χωρίς συνειδητοποιημένη θρησκευτική ταυτότητα, δεν μπορεί να προσφέρει ούτε σεβασμό ούτε ανεκτικότητα στον διαφορετικό ως προς το θρήσκευμα άλλο. Η ορθοδοξία φαίνεται ότι δεν χωρά ως μέγεθος στα πολυπολιτισμικά σχέδια μιας μερίδας καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας και προτιμώνται επιλογές, που ως γνωστό, εντάσσονται στα σχέδια και στα προγράμματα της συριζέϊκης αριστεράς, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ανοικτής «φιλίας», «συνεργασίας» αλλά και της ενδεχόμενης «λυκοφιλίας». Στη συνέντευξή του ο κ. Σταμούλης αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι εμείς είμαστε μια θεολογική σχολή, δεν έχουμε χαρακτηρισμό ομολογιακό ορθόδοξο ή κάτι άλλο εκ του νόμου, δεν ανήκουμε στην Εκκλησία, ανήκουμε στο Υπουργείο και στο Κράτος. Όμως  απ’ την άλλη πλευρά είναι αλήθεια ότι η Ορθοδοξία είναι ένα κομμάτι του  νεοελληνικού μας  πολιτισμού και του πολιτισμού μας ευρύτερα και  εμείς διακονούμε γνωσιολογικά την Ορθοδοξία. Δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, (όντας) σε διάλογο με τη δυτική Χριστιανοσύνη και τα θρησκεύματα του κόσμου». Καταρχάς αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η Ορθοδοξία παρουσιάζεται ως κομμάτι του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Και μόνο από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι η Ορθοδοξία μερίζεται εδώ από τον κ. Σταμούλη, θεωρείται ως μέρος ενός πολιτισμού και δεν βλέπεται ως ολοκληρωμένο εκκλησιαστικό γεγονός που ζητά τον εκκλησιασμό του κόσμου. Είναι εντυπωσιακό ότι, σε αντίθεση με αυτό που διδάσκονται οι φοιτητές της θεολογίας στο Α΄ έτος σπουδών τους, η διδασκαλία, η έρευνα και το εν γένει έργο των μελών ΔΕΠ παρουσιάζεται εδώ από τον κ. Πρόεδρο ως γνωσιολογική και μόνον διακονία και μάλιστα άσχετη με το εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, εφόσον πρόκειται, καθώς λέγεται, για μία κρατική Σχολή που δεν ανήκει στην Εκκλησία. Και η Νεοελληνική Λογοτεχνία όμως θα μπορούσε να του πει κανείς ανήκει ως Τομέας ή ως Τμήμα στο κράτος, αλλά η επιστημονική της προσέγγιση δεν είναι μόνον γνωσιολογική αλλά και βιωματική με έμπρακτο «αναφέρεσθαι». Το κράτος επίσης δεν είναι, ακόμη ευτυχώς, άθεο ουδέτερο και λαϊκό. Αγνοεί ηθελημένα, ίσως ο κ. Σταμούλης ότι δεν ομιλεί προς αδαείς και ότι όλοι γνωρίζουν ότι το ελληνικό Σύνταγμα του ελληνικού κράτους αρχίζει με την επίκληση της Αγίας Τριάδος, ενώ στο άρθρ. 16 ρητά προβλέπεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων όχι φυσικά με τον  μανιχαϊκό γνωσιολογικό τρόπο που προκρίνει ο κ. Πρόεδρος, αλλά όπως προβλέπει ο εν ισχύει νόμος 1566/1985, που κάνει λόγο για την ολόπλευρη ψυχοσωματική ανάπτυξη του νέου ανθρώπου, που συμπεριλαμβάνει και την πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Νέα θεολογία, επομένως, προβάλλεται από τον κ. ΠρόεδροΗ θεώρηση της θεολογικής γνώσης, μέσα από την αριστερόφρονα λογική του Σύριζα και της μικρής ομάδας των θεολόγων και των Μητροπολιτών που την στηρίζουν, ως εμπλοκής και συμπλοκής με τα πολιτικά συστήματα του κόσμου, δεν έχει καμιά σχέση με την Εκκλησία και την πίστη του λαού μαςΗ μέσα από τα λεγόμενα του κ. Σταμούλη συμφωνία και σύμπραξη με το συριζέϊκο σχεδιασμό για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας είναι σαφέστατος. Η θεολογική στήριξη που προσφέρει στην αριστερά εδώ και καιρό, λόγω και έργω, αυτή η συγκεκριμένη θεολογική και εκκλησιαστική ομάδα αλλά και η πραγματοποίηση του Συνεδρίου: Εκκλησία και Αριστερά, στο οποίο συμμετέχει μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνει την αλληλοστήριξη και αποκαλύπτει και διερμηνεύει τη διάσταση και τα χαρακτηριστικά των κοινών στόχων που μέχρι τώρα ορισμένοι δεν ήθελαν να πιστέψουν. Το σχέδιο για χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας ωστόσο του ΣΥΡΙΖΑ και η διαφενόμενη στήριξή του από την πλευρά των παραπάνω ευτυχώς μεμονομένων εκκλησιαστικών και θεολογικών προσώπων έρχεται σε αντίθεση με την  επιστημονική μαρτυρία της εκκλησιαστικής ιστορίας και της παλαιότερης και της νεότερης, που διακονείται και διδάσκεται στη θεολογική Σχολή και αναζητά την οντολογική σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στη διαχρονική της διάσταση και με έμπρακτη μαρτυρία στην κοινωνική ζωή του τόπου μας. Η αναζήτηση τούτη όμως μέσα σε μια εποχή πνευματικής κρίσης και σύγχυσης παραγκωνίζεται μέσα από τους σχεδιασμούς που οργανώνουν τα προσωπικά συμφέροντα, τα βραχύπνοα σχέδια και οι εκατέρωθεν ψευδοφιλίεςκαι επιδιώξεις. Θεωρείται αντιεπιστημονική προσέγγιση η αγνόηση, υποτίμηση και διαστρέβλωση της επί πολλούς αιώνες -και μάλιστα αιώνες που συμπεριλαμβάνουν και την Τουρκοκρατία-  σχέσης και γόνιμης συμβίωσης Εκκλησίας, Πολιτείας και λαού, μιας σχέσης που δεν προσδιόριζε απλώς την κοινή διαχρονική αρμονική συμβίωση αλλά και την αδιάσπαστη   σύνδεση και ενότητα που υπήρχε, όπως ακριβώς την περιγράφει και ο Ελύτης: «Ελλάδα: Πίνδος και Άθως»;
η συνέχεια εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου